ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ 1942 «Η ΒΑΣΙΛΟΠΙΤΑ»
Η γερμανική κατοχή είχε επιβληθεί σε όλη τη χώρα εδώ και μερικούς μήνες, οι αρχές κατοχής και με τη βοήθεια των ντόπιων συνεργατών τους είχαν επιτάξει όλα τα αποθέματα τροφίμων ( για να τροφοδοτήσουν το ανατολικό κυρίως πολεμικό μέτωπο ). Τη δύσκολη κατάσταση την έκανε χειρότερη η βαρυχειμωνιά, χιόνι στο Κερατσίνι έβλεπα πρώτη φορά, ήμουν τότε 9 χρόνων από τότε πέρασαν δεκάδες χρόνια αλλά κάθε τέτοιες μέρες η πρωτοχρονιά του 42 ξανάρχεται στο νου μου.
Στο σπίτι για φαγητό υπήρχε μόνο λίγο καλαμποκάλευρο και λίγο χαρουπόμελο για όλη την εξαμελή οικογένεια, η μητέρα πιστή στο παραδοσιακό εορταστικό της ημέρας επέμενε με τα λίγα αυτά υλικά αντί να κάνει τη συνηθισμένη μπομπότα να κάνει μια έστω υποτυπώδη βασιλόπιτα.
Την ετοίμασε σε ένα ταψί, έβαλε και το απαραίτητο φλουρί και έπεισε τον πατέρα μου να την πάει στο φούρνο της γειτονιάς καμμιά 200αριά μέτρα απόσταση για ψήσιμο. Η μπομπότα σε αυτή τη φάση προετοιμασίας είναι αραιή, νερουλή.
Ξεκίνησε ο πατέρας μου με το ταψί προχώρησε λίγα μέτρα αλλά η χιονοθύελλα λυσσομανούσε και έπαιρνε ο αέρας τη νερουλή μπομπότα και του πιτσίλισε το παλτό, οργισμένος ο πατέρας μου γυρίζει πίσω βλαστημώντας και κατεβάζοντας καντήλια, έπεισε τη μάνα μου να παραιτηθεί από την ιδέα επιχείρηση-ψήσιμο της βασιλόπιτας.
---Καλά λέει η καημένη , θα την ψήσουμε σιγά σιγά στο μαγκάλι, έλα όμως που με αυτή τη τρεμουλιαστή φωτιά αργούσε το ψήσιμο και όλη η οικογένεια πεινασμένη γύρω από το μαγκάλι περίμενε με αγωνία να ετοιμαστεί η βασιλόπιτα.
Εγώ ο πιό μικρός της οικογένειας πλησιάζω με ένα κουτάλι και παίρνω λίγο από την άψητη ακόμα πίτα για να κόψω την πείνα μου, κάναν το ίδιο και τα μεγαλύτερα αδέλφια μου και τότε επεμβαίνει οργισμένη η μητέρα λέγοντας «εφόσον δεν έχετε υπομονή να ψηθεί σωστά η πίτα ,αφού κάνετε σαν λυσσασμένα, θα την ανακατέψω για να ψηθεί γρήγορα αλλά δεν θα γίνει πίτα θα γίνει χαλβάς πολίτικος .
Ετσι η βασιλόπιτα έγινε χαλβάς και τη φάγαμε με το κουτάλι, εγώ πάλε έμεινα και με την απορία σε ποιόν έπεσε το φλουρί.
Έπεσαν σαν κλαράκια στις επιλογές των ισχυρών χιλιάδες πατριώτες μας από την πείνα και τις κακουχίες εκείνου του χειμώνα. Τέλος εκείνη τη πρωτοχρονιά δεν ακούστηκε ούτε ψιθυριστά «Χρόνια πολλά και καλή χρονιά»
08-12-2008
Στέλιος Βάρναλης
Μηχανουργός, συνταξιούχος ΙΚΑ.
Η γερμανική κατοχή είχε επιβληθεί σε όλη τη χώρα εδώ και μερικούς μήνες, οι αρχές κατοχής και με τη βοήθεια των ντόπιων συνεργατών τους είχαν επιτάξει όλα τα αποθέματα τροφίμων ( για να τροφοδοτήσουν το ανατολικό κυρίως πολεμικό μέτωπο ). Τη δύσκολη κατάσταση την έκανε χειρότερη η βαρυχειμωνιά, χιόνι στο Κερατσίνι έβλεπα πρώτη φορά, ήμουν τότε 9 χρόνων από τότε πέρασαν δεκάδες χρόνια αλλά κάθε τέτοιες μέρες η πρωτοχρονιά του 42 ξανάρχεται στο νου μου.
Στο σπίτι για φαγητό υπήρχε μόνο λίγο καλαμποκάλευρο και λίγο χαρουπόμελο για όλη την εξαμελή οικογένεια, η μητέρα πιστή στο παραδοσιακό εορταστικό της ημέρας επέμενε με τα λίγα αυτά υλικά αντί να κάνει τη συνηθισμένη μπομπότα να κάνει μια έστω υποτυπώδη βασιλόπιτα.
Την ετοίμασε σε ένα ταψί, έβαλε και το απαραίτητο φλουρί και έπεισε τον πατέρα μου να την πάει στο φούρνο της γειτονιάς καμμιά 200αριά μέτρα απόσταση για ψήσιμο. Η μπομπότα σε αυτή τη φάση προετοιμασίας είναι αραιή, νερουλή.
Ξεκίνησε ο πατέρας μου με το ταψί προχώρησε λίγα μέτρα αλλά η χιονοθύελλα λυσσομανούσε και έπαιρνε ο αέρας τη νερουλή μπομπότα και του πιτσίλισε το παλτό, οργισμένος ο πατέρας μου γυρίζει πίσω βλαστημώντας και κατεβάζοντας καντήλια, έπεισε τη μάνα μου να παραιτηθεί από την ιδέα επιχείρηση-ψήσιμο της βασιλόπιτας.
---Καλά λέει η καημένη , θα την ψήσουμε σιγά σιγά στο μαγκάλι, έλα όμως που με αυτή τη τρεμουλιαστή φωτιά αργούσε το ψήσιμο και όλη η οικογένεια πεινασμένη γύρω από το μαγκάλι περίμενε με αγωνία να ετοιμαστεί η βασιλόπιτα.
Εγώ ο πιό μικρός της οικογένειας πλησιάζω με ένα κουτάλι και παίρνω λίγο από την άψητη ακόμα πίτα για να κόψω την πείνα μου, κάναν το ίδιο και τα μεγαλύτερα αδέλφια μου και τότε επεμβαίνει οργισμένη η μητέρα λέγοντας «εφόσον δεν έχετε υπομονή να ψηθεί σωστά η πίτα ,αφού κάνετε σαν λυσσασμένα, θα την ανακατέψω για να ψηθεί γρήγορα αλλά δεν θα γίνει πίτα θα γίνει χαλβάς πολίτικος .
Ετσι η βασιλόπιτα έγινε χαλβάς και τη φάγαμε με το κουτάλι, εγώ πάλε έμεινα και με την απορία σε ποιόν έπεσε το φλουρί.
Έπεσαν σαν κλαράκια στις επιλογές των ισχυρών χιλιάδες πατριώτες μας από την πείνα και τις κακουχίες εκείνου του χειμώνα. Τέλος εκείνη τη πρωτοχρονιά δεν ακούστηκε ούτε ψιθυριστά «Χρόνια πολλά και καλή χρονιά»
08-12-2008
Στέλιος Βάρναλης
Μηχανουργός, συνταξιούχος ΙΚΑ.
0 التعليقات:
إرسال تعليق