Η κυρίως περίοδος των αγοραπωλησιών / Σεπτέμβριος - Δεκεμβριος 1830.
Έγραφε ο Ι. Καποδίστριας στον Ευνάρδο στις 8/20 Σεπτεμβρίου 1830. «Τα γεγονότα των ημερών αρκούν για έναν αιώνα.». Όμως για την μορφή της γαιοκτησίας στην Αττική και για την τύχη της Αττικής γης τα γεγονότα των ημερών εκείνων άρκεσαν και αρκούν μέχρι και σήμερα. Η Ελληνική επιτροπή από τους Σπ. Καλογερόπουλο, Κων/νο Μάνο και Ιωάννη Μίσσιο έφθανε στην Αθήνα γύρω στις 20 Αυγούστου του 1830. Η εικόνα που παρουσίαζε ο τόπος της Αττικής ήταν εικόνα ερήμωσης και καταστροφής. Από τα 1238 σπίτια που είχε η πόλη της Αθήνας το 1822 μόλις 300 στέκονταν ακόμη όρθια και αυτά σε αθλία κατάσταση.
Έγραφε ο Ι. Καποδίστριας στον Ευνάρδο στις 8/20 Σεπτεμβρίου 1830. «Τα γεγονότα των ημερών αρκούν για έναν αιώνα.». Όμως για την μορφή της γαιοκτησίας στην Αττική και για την τύχη της Αττικής γης τα γεγονότα των ημερών εκείνων άρκεσαν και αρκούν μέχρι και σήμερα. Η Ελληνική επιτροπή από τους Σπ. Καλογερόπουλο, Κων/νο Μάνο και Ιωάννη Μίσσιο έφθανε στην Αθήνα γύρω στις 20 Αυγούστου του 1830. Η εικόνα που παρουσίαζε ο τόπος της Αττικής ήταν εικόνα ερήμωσης και καταστροφής. Από τα 1238 σπίτια που είχε η πόλη της Αθήνας το 1822 μόλις 300 στέκονταν ακόμη όρθια και αυτά σε αθλία κατάσταση.
Μεγάλο μέρος των ελαιοδένδρων καμμένο,τα χωράφια χέρσα, η κτηνοτροφία ανύπαρκτη. 300 περίπου άτακτοι, αλβανοί και τούρκοι κατείχαν το κάστρο της Ακρόπολης κάτω από τις διαταγές του φρούραρχου (σιλιχτάρη στα τούρκικα) Γιουσούφ Μπέη, δεν ασκούσαν όμως διοίκηση και έλεγχο σε όλη την Αττική αφού στα Μέγαρα υπήρχε ελληνικό στρατόπεδο, υπό τoν Ι. Ράγκο που ασκούσε τον έλεγχο στην γύρω περιοχή. Κάτω από αυτές τις συνθήκες οι πρώτοι και τολμηρότεροι Αθηναίοι άρχιζαν σιγα-σιγά να επιστρέφουν στην πατρογονική γή. Οι τούρκοι Αθηναίοι που είχαν εγκαταλείψει την πόλη από το 1822 έκτοτε δεν είχαν επιστρέψει αλλά μέρος από αυτούς άρχισε να επιστρέφει για να πωλήσει τα κτήματα του.
.Οι πρώτοι έλληνες αγοραστές τουρκικών κτημάτων ήδη είχαν εμφανισθεί στην Αθήνα από τον Ιούλιο του 1830. Οι αγοραστές των τουρκικών κτημάτων στης Αττικής δεν προσέτρεξαν μαζικά στην Αθήνα αμέσως με την άφιξη της επιτροπής. Μέχρι την 9 Σεπτεμβρίου 1830, δηλ. γύρω τις δύο εβδομάδες από τότε που η επιτροπή ήλθε στην Αθήνα, είχαν γίνει μόνο 55 πωλητήρια αξίας μόνον 55.100 γροσίων, και μάλιστα τα περισσότερα από αυτά είχαν γίνει προ της αφίξεως της επιτροπής στην Αθήνα.Υπήρχε ακόμη καιρός για την Ελληνική κυβέρνηση για να αγοράσει την γη της Αττικής από τους τούρκους για λογαριασμό του εθνους. Ο Ι. Καποδίστριας απευθύνθηκε στον Ευνάρδο στις 8/20 Σεπτεμβρίου 1830, ζητώντας δάνειο , ο δε Ευνάρδος στις 7 Σεπτεμβρίου 1830 είχε απευθυνθεί στον Βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκο για το ίδιο ζήτημα, και μετέπειτα ο Ευνάρδος απευθυνθηκε στις 9 Νοεμβρίου 1830 πρός την συνδιάσκεψη του Λονδίνου για το ίδιο ζήτημα .
Η απάντηση που εισέπραξε ήταν αρνητική. Ήταν φανερό ότι οι τρεις δυνάμεις δεν πολυεπείγοντο για την εκκένωση της Αττικής και της Ευβοιας από τους τούρκους, πολύ δε περισσότερο δεν πολυενδιεφέροντο για το αν η Αττική, που στο μυαλό όλων προορίζετο για πρωτεύουσα του νέου ελληνικού κράτους, θα είχε έστω και πιθαμή δημόσιας γης.
Παρ ότι οι αγοραπωλησίες δεν είχαν στην ουσία αρχίσει ακόμη, ήδη από τον Σεπτέμβριο του 1830, ενεφανίσθησαν τα πρώτα προβλήματα σε σχέση με την λειτουργία της ελληνικής επιτροπής, τις αρμοδιότητες της και κυρίως την ουσία αλλά και την διαδικασία κατά την οποία θα ενετο ο έλεγχος και η εξέταση της νομιμότητας των αγοραπωλησιών. Κυρίως οι έλληνες αγοραστές φαίνεται ότι εφοβούντο την περίπτωση μη αναγνωρίσεως της νομιμότητας των αγορών τους. Διεμαρτυρήθησαν στους τούρκους πωλητές και αυτοί με την σειρά τους διεμαρτυρηθησαν πρός τον Χατζη Ισμαήλ Μπέη. Αυτός μη βλέποντας προσέλευση αγοραστών πρότεινε στην ελληνική πλευρά τρεις λύσεις.
Α) να αγοράση η ελληνική κυβέρνηση όλα τα κτήματα σε τιμή και σε προθεσμίες πληρωμής που θα εσυμφωνούντο.
Β) να αγοράση η ελληνική κυβέρνηση τα μεγάλα κτήματα των τούρκων (δηλ. τζιφλίκια, δάση, χωριά ολόκληρα κτλ) και να αφήση να πωληθούν τα υπόλοιπα παρά των ιδιωτών τούρκων με άμεση όμως επικύρωση και αναγνώριση της νομιμότητας των πωλήσεων.
Γ) να αναλάβη η ελληνική κυβέρνηση την πώληση όλων των κτημάτων λαμβάνοντας ως αμοιβή ή προμήθεια
το 1/10 ή και το 1/5 της όλης αξίας των πωλήσεων.
Αξιολογώντας την πιό πάνω πρόταση βλέπουμε ότι ο ήδη από την αρχή των αγοραπωλησιών των οθωμανικών ιδιοκτησιών της Αττικής απασχολούσε τους τούρκους πωλητές αλλά και τους έλληνες αγοραστές η περίπτωση να μην επικυρώσει ή ελληνική πλευρά τις αγοραπωλησίες των μεγάλων κτημάτων της Αττικής. Ακόμη η ιδιότυπη ιδιοκτησιακή και νομική κατάσταση των μεγάλων κτημάτων πρέπει να ήταν κύριος λόγος για την ανησυχία αυτή.
Ο Σεπτέμβριος του 1830 υπήρξε μήνας καθοριστικός για την εξέλιξη των αγοραπωλησιών στην Αττική το 1830-1831. Παρ ότι δεν έγιναν αγορές σε μεγάλη έκταση είναι ο μήνας κατά την οποίο καθορίστηκε και μορφοποιήθηκε η όλη διαδικασία κατά την οποία θα εγίνοντο οι αγοραπωλησίες. Στα πρώτα παράπονα των Ελλήνων αγοραστών για την αργοπορία των επικυρώσεων η Ελληνική κυβέρνηση απάντησε με τον ορισμό ειδικού πληρεξουσίου αρμοδίου για την επικύρωση των πωλητηρίων και με την αποστολή του στην Αθήνα. Με αυτό τον τρόπο ο Ι. Καποδίστριας επετυγχανε δύο στόχους
Α) να δηλώσει την πρόθεση του για επιτάχυνση των αγοραπωλησιών και
Β) να έχει και άλλο ένα μάτι στην Αθήνα που θα έλεγχε την όλη κατάσταση που θα διεμορφώνετο εκεί.
Ο άνθρωπος που διορίστηκε για αυτή την δουλειά ήταν ο Δ. Περρούκας, γερουσιαστής απο το Αργος, στενός πολιτικός φίλος του αδελφού του Ι. Καποδίστρια, Βιάρου. Ο Περρούκας έφθασε στην Αθήνα στο τέλος Σεπτεμβρίου 1830 με αποστολή να επικυρώνη επιτοπίως τα χοτζέτια (πωλητήρια έγγραφα) που εξέδιδε ο Χατζη ισμαήλ Μπέης. Η διαδικασία λοιπόν ήταν η ακόλουθη. Ο Χατζη Ισμαήλ εξέδιδε το πωλητήριο έγγραφο, η ελληνική επιτροπή εξέταζε την νομιμότητα του και εισηγείτο στον Δ. Περρούκα περί της επικυρώσεως του, ο δε Δ. Περρούκας ως εκπρόσωπος της κυβερνήσεως θα απεφάσιζε για την οριστική επικύρωση της αγοραπωλησίας. Αυτη η διαδικασία θα γίνη πηγή μυρίων δεινών για τα συμφέροντα του Ελληνικού δημοσίου,αφού με την προσελευση πλήθους αγοραστών και τον συναγωνισμό τους για την απόκτηση κτημάτων, οι τούρκοι εξανάγκασαν τους αγοραστές να καταβάλλουν το σύνολο του τιμήματος ήδη κατά την έκδοση του χοτζετίου, έτσι που η διαδικασία της επικυρώσεως που θα ακολουθούσε να δέχεται σημαντικότατη πίεση από τους ισχυρούς αγοραστές.
Ερχόμενος ο Δ. Περρούκας στην Αθήνα αντί να διευκολύνει τις αγοραπωλησίες εζήτησε όλως διόλου να τις ματαιώση. Επικαλούμενος το άρθρο περί κατοχής του πρωτοκόλλου της 3/15 Φεβρουαρίου 1830 και αφού οι τούρκοι κτηματίες δεν είχαν κατοχή των κτημάτων τους το 1830, από το 1822 πού είχαν εγκαταλείψει την Αττική, έγραψε γι αυτό το ζήτημα στον κυβερνήτη την 1 Οκτωβρίου του 1830. Η απάντηση του Καποδίστρια ήταν κατηγορηματικά αρνητική και μάλιστα μπορεί να πεί κανείς επιπληκτική, υπενθυμίζοντας στον Δ. Περρούκα ότι κύριος σκοπός τής αποστολής του στην Αθήνα ήταν η διευκόλυνση των πωλήσεων και όχι η κατάργηση τους. Ο Δ. Περρούκας με την πιο πάνω επιστολή του εξέφραζε την άποψη που πολλοί έλληνες πρέπει να την είχαν τότε, δηλ. την απόκτηση των κτημάτων της Αττικής από το ελληνικό κράτος με μόνη την παρέλευση άπρακτης της προθεσμίας του έτους πού είχε προβλεφθεί από το πρωτόκολλο της 3/15 Φεβρουαρίου 1830 Μια τέτοια άποψη δυσκόλευε οπωσδήποτε την παράδοση της Αττικής στους Έλληνες και ήταν αντίθετη στην πολιτική Καποδίστρια που είχε δύο στόχους εκείνη την περίοδο. Κυρίως την κατοχύρωση της γης της Αττικής σε ελληνικά χέρια ώστε να εξασφαλίσει την μελλοντική της σίγουρη παράδοση στους έλληνες,και δευτερευόντως την άμεση απόδοση της, αφού προς τούτο αναποφεύκτως συνεδέετο με την ταυτόχρονη παράδοση της Δυτικής Ελλάδος στους τούρκους. Επειδή δε είναι δύσκολο να πιστευθεί ότι ο Ι. Καποδίστριας θα έφτανε μέχρι το τέλος στην υπόθεση της υποχωρητικότητας του στο ζήτημα της Δυτικής Ελλάδος και επειδή ασφαλώς θα διέβλεπε την εμπλοκή Ατιικής - Ευβοίας με την Δυτική Ελλάδα (αφού άλλωστε ήταν και στόχος του η ματαίωση της παράδοσης της Δυτ. Ελλάδος στους τούρκους) πρέπει να προηγηθεί ως εξήγηση της επιμονής του για την διεξαγωγή των αγοραπωλησιών ο πρώτος στόχος, δηλ. η κατοχύρωση της γης της Αττικής σε ελληνικά χέρια.
Τι θα είχε συμβεί αν τυχόν η ελληνική κυβέρνηση είχε δεχθεί την άποψη Περρούκα και δεν είχε προχωρήσει στην υπόθεση των αγοραπωλησιών; Το ερώτημα αυτό δεν μπορεί να απαντηθεί με βεβαιότητα εκ των υστέρων. Σίγουρα μια τέτοια στάση της Ελληνικής πλευράς θα έδειχνε υπαναχώρηση της από την συμφωνία που είχε επιτευχθεί μόλις πριν από ενάμιση μήνα στο Ναύπλιο. Πιθανότατα οι αγοραπωλησίες να διεκόπτοντο. Και ήταν επίσης πιθανό μια τέτοια μονομερής πολιτική απόφαση ανατροπής του πρωτοκόλλου της 3/15 Φεβρουαρίου 1830 να ενέτεινε τις σχέσεις Ελλάδος-Τουρκίας αλλά και Ελλάδος -τριών δυνάμεων . Το τι θα εγίνετο με τα τούρκικα κτήματα της Αττικής είναι πολύ δύσκολο να προβλεφθεί εκ των υστέρων. Θα επωλούντο σε ξένους κεφαλαιούχους μαζικά, θα απεμάκρυναν οι στόλοι των τριών δυνάμεων με την βία τούς τούρκους από την Ακρόπολη, θα παρέμεναν απώλητα, ή παρ όλα αυτά θα τα αγόραζαν κάποιοι άλλοι μεμονωμένοι αγοραστές αψηφώντας την αντίθεση της ελληνικής πλευράς, ή ακόμη θα υπήρχε μεταγενέστερη απόφαση της συνδιασκέψεως του Λονδίνου γι αυτό το ζήτημα; Όλες οι πιο πάνω εκδοχές θα παραμείνουν βέβαια εκδοχές αφού η Ιστορία δεν γράφεται ούτε εξηγείται αναδρομικά. Εκείνο που είναι βέβαιο είναι ότι η Ελληνική πλευρά έκανε μια επιλογή ήπια , μιά επιλογή πού προωθούσε κλίμα μιάς κάποιας σταθερότητας και συνεργασίας στην περιοχή.
Στις αρχές Οκτωβρίου 1830 η διαδικασία των αγοραπωλησιών είχε αποσαφηνιστεί και οι αγοραστές όλο και πλήθαιναν. Οι αγοραπωλησίες που είχαν γίνει μέχρι την 25 Νοεμβρίου 1830 έφθαναν τις 365 και το ποσό που ήδη είχε καταβληθεί ολόκληρο στους Τούρκους ήταν της τάξεως του 1.250.000 γροσσίων. Είναι φανερό ότι πλήθος αγοραστών είχε προσέλθει για να αγοράσει κτήματα. Οι χαμηλές τιμές, η μεγάλη πιθανότητα για να γίνει η Αθήνα πρωτεύουσα του νέου κράτους, ή προσδοκία για μεγάλα κέρδη από την αύξηση των τιμών των κτημάτων, και ή πρόβλεψη για την άμεση ενσωμάτωση της Αττικής στο ελληνικό κράτος ήταν οι λόγοι που παρεκίνησαν για τις αγορές αυτές. Αν ληφθεί υπ όψη ότι το σύνολο των αγοραπωλησιών που έγιναν στην Αττική μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1831 δεν ήταν πάνω από 900 , εξάγεται το συμπέρασμα ότι οι αγοραπωλησίες, από τον Οκτώβριο του 1830 και μετά εγένοντο με πολύ γρήγορο ρυθμό.
Ο γοργός ρυθμός με τον οποίο εγένοντο οι αγοραπωλησίες δεν άφηνε και πολλά περιθώρια χρόνου στην Ελληνική κυβέρνηση για να εξοικονομήσει κεφάλαια για μια μαζική αγορά κτημάτων στην Αττική. Μια αγορά που θα ήταν οικονομικά συμφέρουσα, κοινωνικά αποδοτική και πολιτικά σημαντική. Οικονομικά συμφέρουσα λόγω της χαμηλής τιμής των κτημάτων, κοινωνικά αποδοτική γιατί θα υπήρχε η δυνατότητα για δημιουργία πολλών γεωργών μικροϊδιοκτητών, και σημαντική πολιτικά γιατί στον χώρο που κατά πάσα πιθανότητα προεβλέπετο για καθέδρα του νέου κράτους θα υπήρχε δημόσια γη που θα καθιστούσε ευχερέστερη την άσκηση ελέγχου και πολιτικής γης από την κυβέρνηση. Έτσι η γη της Αττικής περνούσε σε λίγα χέρια, χωριά ολόκληρα επωλούντο και οι κολίγοι ακολουθούσαν την τύχη τους, δημόσια γη στην Αττική πουθενά. Η επιστολή Ευνάρδου προς την Γαλλική Βουλή για εξασφάλιση δανείου ,την 10/12/1830 ήδη ήταν πολύ καθυστερημένη όπως και καθυστερημένη ήταν και η τελευταία προσπάθεια του Ι. Καποδίστρια για δάνειο με τον σκοπό της μαζικής αγοράς όπως φαίνεται από επιστολή της 10/22 Νοεμβρίου 1830 προς τον Στούρτζα στην Οδησσό με την οποία προέτρεπε τους κεφαλαιούχους της Οδησσού να αγοράσουν απ ευθείας γη αξίας 50.000 εσκούδων στην Ελλάδα ή να δώσουν δάνειο προς τούτο στην ελληνική κυβέρνηση.
Ηδη η Δούκισσα της Πλακεντίας έχει κάνει το σύνολο των αγορών της, κυρίως σε ελαιόδενδρα , ο Κ. Ζωγράφος και ο Ι. Σούτσος ομού μετά του πρίγκιπος Κατακουζηνού, ο Υδραίος καπετάν Θεοδωράκης, έχουν αγοράσει μεγάλα κτήματα που περιείχαν δάση, βουνά, λίμνες, χωριά ολόκληρα, ο Φίνλαιη έχει προβεί σε αγορές σπιτιών και οικοπέδων στην πόλη της Αθήνας.
Σε αυτή την χρονική περίοδο, δηλαδή από Σεπτέμβριο 1830 έως και Δεκέμβριο του 1830 επωλήθησαν συνολικά τα 9/10 των οθωμανικών κτημάτων της Αττικής, μικρών και μεγάλων. Ποιά ήταν η στάση της ελληνικής κυβέρνησης στον καταιγισμό αυτό των αγοραπωλησιών; Απαντώντας σε αυτό το ερώτημα αξίζει να σχολιασθεί η στάση του γερουσιαστή Δ. Περρούκα στην πιο πάνω περίοδο. Όπως είδαμε και πιο πάνω ο Δ. Περρούκας έφθασε στην Αττική περί το τέλος Σεπτεμβρίου 1830.
.Οι πρώτοι έλληνες αγοραστές τουρκικών κτημάτων ήδη είχαν εμφανισθεί στην Αθήνα από τον Ιούλιο του 1830. Οι αγοραστές των τουρκικών κτημάτων στης Αττικής δεν προσέτρεξαν μαζικά στην Αθήνα αμέσως με την άφιξη της επιτροπής. Μέχρι την 9 Σεπτεμβρίου 1830, δηλ. γύρω τις δύο εβδομάδες από τότε που η επιτροπή ήλθε στην Αθήνα, είχαν γίνει μόνο 55 πωλητήρια αξίας μόνον 55.100 γροσίων, και μάλιστα τα περισσότερα από αυτά είχαν γίνει προ της αφίξεως της επιτροπής στην Αθήνα.Υπήρχε ακόμη καιρός για την Ελληνική κυβέρνηση για να αγοράσει την γη της Αττικής από τους τούρκους για λογαριασμό του εθνους. Ο Ι. Καποδίστριας απευθύνθηκε στον Ευνάρδο στις 8/20 Σεπτεμβρίου 1830, ζητώντας δάνειο , ο δε Ευνάρδος στις 7 Σεπτεμβρίου 1830 είχε απευθυνθεί στον Βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκο για το ίδιο ζήτημα, και μετέπειτα ο Ευνάρδος απευθυνθηκε στις 9 Νοεμβρίου 1830 πρός την συνδιάσκεψη του Λονδίνου για το ίδιο ζήτημα .
Η απάντηση που εισέπραξε ήταν αρνητική. Ήταν φανερό ότι οι τρεις δυνάμεις δεν πολυεπείγοντο για την εκκένωση της Αττικής και της Ευβοιας από τους τούρκους, πολύ δε περισσότερο δεν πολυενδιεφέροντο για το αν η Αττική, που στο μυαλό όλων προορίζετο για πρωτεύουσα του νέου ελληνικού κράτους, θα είχε έστω και πιθαμή δημόσιας γης.
Παρ ότι οι αγοραπωλησίες δεν είχαν στην ουσία αρχίσει ακόμη, ήδη από τον Σεπτέμβριο του 1830, ενεφανίσθησαν τα πρώτα προβλήματα σε σχέση με την λειτουργία της ελληνικής επιτροπής, τις αρμοδιότητες της και κυρίως την ουσία αλλά και την διαδικασία κατά την οποία θα ενετο ο έλεγχος και η εξέταση της νομιμότητας των αγοραπωλησιών. Κυρίως οι έλληνες αγοραστές φαίνεται ότι εφοβούντο την περίπτωση μη αναγνωρίσεως της νομιμότητας των αγορών τους. Διεμαρτυρήθησαν στους τούρκους πωλητές και αυτοί με την σειρά τους διεμαρτυρηθησαν πρός τον Χατζη Ισμαήλ Μπέη. Αυτός μη βλέποντας προσέλευση αγοραστών πρότεινε στην ελληνική πλευρά τρεις λύσεις.
Α) να αγοράση η ελληνική κυβέρνηση όλα τα κτήματα σε τιμή και σε προθεσμίες πληρωμής που θα εσυμφωνούντο.
Β) να αγοράση η ελληνική κυβέρνηση τα μεγάλα κτήματα των τούρκων (δηλ. τζιφλίκια, δάση, χωριά ολόκληρα κτλ) και να αφήση να πωληθούν τα υπόλοιπα παρά των ιδιωτών τούρκων με άμεση όμως επικύρωση και αναγνώριση της νομιμότητας των πωλήσεων.
Γ) να αναλάβη η ελληνική κυβέρνηση την πώληση όλων των κτημάτων λαμβάνοντας ως αμοιβή ή προμήθεια
το 1/10 ή και το 1/5 της όλης αξίας των πωλήσεων.
Αξιολογώντας την πιό πάνω πρόταση βλέπουμε ότι ο ήδη από την αρχή των αγοραπωλησιών των οθωμανικών ιδιοκτησιών της Αττικής απασχολούσε τους τούρκους πωλητές αλλά και τους έλληνες αγοραστές η περίπτωση να μην επικυρώσει ή ελληνική πλευρά τις αγοραπωλησίες των μεγάλων κτημάτων της Αττικής. Ακόμη η ιδιότυπη ιδιοκτησιακή και νομική κατάσταση των μεγάλων κτημάτων πρέπει να ήταν κύριος λόγος για την ανησυχία αυτή.
Ο Σεπτέμβριος του 1830 υπήρξε μήνας καθοριστικός για την εξέλιξη των αγοραπωλησιών στην Αττική το 1830-1831. Παρ ότι δεν έγιναν αγορές σε μεγάλη έκταση είναι ο μήνας κατά την οποίο καθορίστηκε και μορφοποιήθηκε η όλη διαδικασία κατά την οποία θα εγίνοντο οι αγοραπωλησίες. Στα πρώτα παράπονα των Ελλήνων αγοραστών για την αργοπορία των επικυρώσεων η Ελληνική κυβέρνηση απάντησε με τον ορισμό ειδικού πληρεξουσίου αρμοδίου για την επικύρωση των πωλητηρίων και με την αποστολή του στην Αθήνα. Με αυτό τον τρόπο ο Ι. Καποδίστριας επετυγχανε δύο στόχους
Α) να δηλώσει την πρόθεση του για επιτάχυνση των αγοραπωλησιών και
Β) να έχει και άλλο ένα μάτι στην Αθήνα που θα έλεγχε την όλη κατάσταση που θα διεμορφώνετο εκεί.
Ο άνθρωπος που διορίστηκε για αυτή την δουλειά ήταν ο Δ. Περρούκας, γερουσιαστής απο το Αργος, στενός πολιτικός φίλος του αδελφού του Ι. Καποδίστρια, Βιάρου. Ο Περρούκας έφθασε στην Αθήνα στο τέλος Σεπτεμβρίου 1830 με αποστολή να επικυρώνη επιτοπίως τα χοτζέτια (πωλητήρια έγγραφα) που εξέδιδε ο Χατζη ισμαήλ Μπέης. Η διαδικασία λοιπόν ήταν η ακόλουθη. Ο Χατζη Ισμαήλ εξέδιδε το πωλητήριο έγγραφο, η ελληνική επιτροπή εξέταζε την νομιμότητα του και εισηγείτο στον Δ. Περρούκα περί της επικυρώσεως του, ο δε Δ. Περρούκας ως εκπρόσωπος της κυβερνήσεως θα απεφάσιζε για την οριστική επικύρωση της αγοραπωλησίας. Αυτη η διαδικασία θα γίνη πηγή μυρίων δεινών για τα συμφέροντα του Ελληνικού δημοσίου,αφού με την προσελευση πλήθους αγοραστών και τον συναγωνισμό τους για την απόκτηση κτημάτων, οι τούρκοι εξανάγκασαν τους αγοραστές να καταβάλλουν το σύνολο του τιμήματος ήδη κατά την έκδοση του χοτζετίου, έτσι που η διαδικασία της επικυρώσεως που θα ακολουθούσε να δέχεται σημαντικότατη πίεση από τους ισχυρούς αγοραστές.
Ερχόμενος ο Δ. Περρούκας στην Αθήνα αντί να διευκολύνει τις αγοραπωλησίες εζήτησε όλως διόλου να τις ματαιώση. Επικαλούμενος το άρθρο περί κατοχής του πρωτοκόλλου της 3/15 Φεβρουαρίου 1830 και αφού οι τούρκοι κτηματίες δεν είχαν κατοχή των κτημάτων τους το 1830, από το 1822 πού είχαν εγκαταλείψει την Αττική, έγραψε γι αυτό το ζήτημα στον κυβερνήτη την 1 Οκτωβρίου του 1830. Η απάντηση του Καποδίστρια ήταν κατηγορηματικά αρνητική και μάλιστα μπορεί να πεί κανείς επιπληκτική, υπενθυμίζοντας στον Δ. Περρούκα ότι κύριος σκοπός τής αποστολής του στην Αθήνα ήταν η διευκόλυνση των πωλήσεων και όχι η κατάργηση τους. Ο Δ. Περρούκας με την πιο πάνω επιστολή του εξέφραζε την άποψη που πολλοί έλληνες πρέπει να την είχαν τότε, δηλ. την απόκτηση των κτημάτων της Αττικής από το ελληνικό κράτος με μόνη την παρέλευση άπρακτης της προθεσμίας του έτους πού είχε προβλεφθεί από το πρωτόκολλο της 3/15 Φεβρουαρίου 1830 Μια τέτοια άποψη δυσκόλευε οπωσδήποτε την παράδοση της Αττικής στους Έλληνες και ήταν αντίθετη στην πολιτική Καποδίστρια που είχε δύο στόχους εκείνη την περίοδο. Κυρίως την κατοχύρωση της γης της Αττικής σε ελληνικά χέρια ώστε να εξασφαλίσει την μελλοντική της σίγουρη παράδοση στους έλληνες,και δευτερευόντως την άμεση απόδοση της, αφού προς τούτο αναποφεύκτως συνεδέετο με την ταυτόχρονη παράδοση της Δυτικής Ελλάδος στους τούρκους. Επειδή δε είναι δύσκολο να πιστευθεί ότι ο Ι. Καποδίστριας θα έφτανε μέχρι το τέλος στην υπόθεση της υποχωρητικότητας του στο ζήτημα της Δυτικής Ελλάδος και επειδή ασφαλώς θα διέβλεπε την εμπλοκή Ατιικής - Ευβοίας με την Δυτική Ελλάδα (αφού άλλωστε ήταν και στόχος του η ματαίωση της παράδοσης της Δυτ. Ελλάδος στους τούρκους) πρέπει να προηγηθεί ως εξήγηση της επιμονής του για την διεξαγωγή των αγοραπωλησιών ο πρώτος στόχος, δηλ. η κατοχύρωση της γης της Αττικής σε ελληνικά χέρια.
Τι θα είχε συμβεί αν τυχόν η ελληνική κυβέρνηση είχε δεχθεί την άποψη Περρούκα και δεν είχε προχωρήσει στην υπόθεση των αγοραπωλησιών; Το ερώτημα αυτό δεν μπορεί να απαντηθεί με βεβαιότητα εκ των υστέρων. Σίγουρα μια τέτοια στάση της Ελληνικής πλευράς θα έδειχνε υπαναχώρηση της από την συμφωνία που είχε επιτευχθεί μόλις πριν από ενάμιση μήνα στο Ναύπλιο. Πιθανότατα οι αγοραπωλησίες να διεκόπτοντο. Και ήταν επίσης πιθανό μια τέτοια μονομερής πολιτική απόφαση ανατροπής του πρωτοκόλλου της 3/15 Φεβρουαρίου 1830 να ενέτεινε τις σχέσεις Ελλάδος-Τουρκίας αλλά και Ελλάδος -τριών δυνάμεων . Το τι θα εγίνετο με τα τούρκικα κτήματα της Αττικής είναι πολύ δύσκολο να προβλεφθεί εκ των υστέρων. Θα επωλούντο σε ξένους κεφαλαιούχους μαζικά, θα απεμάκρυναν οι στόλοι των τριών δυνάμεων με την βία τούς τούρκους από την Ακρόπολη, θα παρέμεναν απώλητα, ή παρ όλα αυτά θα τα αγόραζαν κάποιοι άλλοι μεμονωμένοι αγοραστές αψηφώντας την αντίθεση της ελληνικής πλευράς, ή ακόμη θα υπήρχε μεταγενέστερη απόφαση της συνδιασκέψεως του Λονδίνου γι αυτό το ζήτημα; Όλες οι πιο πάνω εκδοχές θα παραμείνουν βέβαια εκδοχές αφού η Ιστορία δεν γράφεται ούτε εξηγείται αναδρομικά. Εκείνο που είναι βέβαιο είναι ότι η Ελληνική πλευρά έκανε μια επιλογή ήπια , μιά επιλογή πού προωθούσε κλίμα μιάς κάποιας σταθερότητας και συνεργασίας στην περιοχή.
Στις αρχές Οκτωβρίου 1830 η διαδικασία των αγοραπωλησιών είχε αποσαφηνιστεί και οι αγοραστές όλο και πλήθαιναν. Οι αγοραπωλησίες που είχαν γίνει μέχρι την 25 Νοεμβρίου 1830 έφθαναν τις 365 και το ποσό που ήδη είχε καταβληθεί ολόκληρο στους Τούρκους ήταν της τάξεως του 1.250.000 γροσσίων. Είναι φανερό ότι πλήθος αγοραστών είχε προσέλθει για να αγοράσει κτήματα. Οι χαμηλές τιμές, η μεγάλη πιθανότητα για να γίνει η Αθήνα πρωτεύουσα του νέου κράτους, ή προσδοκία για μεγάλα κέρδη από την αύξηση των τιμών των κτημάτων, και ή πρόβλεψη για την άμεση ενσωμάτωση της Αττικής στο ελληνικό κράτος ήταν οι λόγοι που παρεκίνησαν για τις αγορές αυτές. Αν ληφθεί υπ όψη ότι το σύνολο των αγοραπωλησιών που έγιναν στην Αττική μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1831 δεν ήταν πάνω από 900 , εξάγεται το συμπέρασμα ότι οι αγοραπωλησίες, από τον Οκτώβριο του 1830 και μετά εγένοντο με πολύ γρήγορο ρυθμό.
Ο γοργός ρυθμός με τον οποίο εγένοντο οι αγοραπωλησίες δεν άφηνε και πολλά περιθώρια χρόνου στην Ελληνική κυβέρνηση για να εξοικονομήσει κεφάλαια για μια μαζική αγορά κτημάτων στην Αττική. Μια αγορά που θα ήταν οικονομικά συμφέρουσα, κοινωνικά αποδοτική και πολιτικά σημαντική. Οικονομικά συμφέρουσα λόγω της χαμηλής τιμής των κτημάτων, κοινωνικά αποδοτική γιατί θα υπήρχε η δυνατότητα για δημιουργία πολλών γεωργών μικροϊδιοκτητών, και σημαντική πολιτικά γιατί στον χώρο που κατά πάσα πιθανότητα προεβλέπετο για καθέδρα του νέου κράτους θα υπήρχε δημόσια γη που θα καθιστούσε ευχερέστερη την άσκηση ελέγχου και πολιτικής γης από την κυβέρνηση. Έτσι η γη της Αττικής περνούσε σε λίγα χέρια, χωριά ολόκληρα επωλούντο και οι κολίγοι ακολουθούσαν την τύχη τους, δημόσια γη στην Αττική πουθενά. Η επιστολή Ευνάρδου προς την Γαλλική Βουλή για εξασφάλιση δανείου ,την 10/12/1830 ήδη ήταν πολύ καθυστερημένη όπως και καθυστερημένη ήταν και η τελευταία προσπάθεια του Ι. Καποδίστρια για δάνειο με τον σκοπό της μαζικής αγοράς όπως φαίνεται από επιστολή της 10/22 Νοεμβρίου 1830 προς τον Στούρτζα στην Οδησσό με την οποία προέτρεπε τους κεφαλαιούχους της Οδησσού να αγοράσουν απ ευθείας γη αξίας 50.000 εσκούδων στην Ελλάδα ή να δώσουν δάνειο προς τούτο στην ελληνική κυβέρνηση.
Ηδη η Δούκισσα της Πλακεντίας έχει κάνει το σύνολο των αγορών της, κυρίως σε ελαιόδενδρα , ο Κ. Ζωγράφος και ο Ι. Σούτσος ομού μετά του πρίγκιπος Κατακουζηνού, ο Υδραίος καπετάν Θεοδωράκης, έχουν αγοράσει μεγάλα κτήματα που περιείχαν δάση, βουνά, λίμνες, χωριά ολόκληρα, ο Φίνλαιη έχει προβεί σε αγορές σπιτιών και οικοπέδων στην πόλη της Αθήνας.
Σε αυτή την χρονική περίοδο, δηλαδή από Σεπτέμβριο 1830 έως και Δεκέμβριο του 1830 επωλήθησαν συνολικά τα 9/10 των οθωμανικών κτημάτων της Αττικής, μικρών και μεγάλων. Ποιά ήταν η στάση της ελληνικής κυβέρνησης στον καταιγισμό αυτό των αγοραπωλησιών; Απαντώντας σε αυτό το ερώτημα αξίζει να σχολιασθεί η στάση του γερουσιαστή Δ. Περρούκα στην πιο πάνω περίοδο. Όπως είδαμε και πιο πάνω ο Δ. Περρούκας έφθασε στην Αττική περί το τέλος Σεπτεμβρίου 1830.
Από την πρώτη του επιστολή στον Καποδίστρια της 1ης Οκτωβρίου 1830 ήταν φανερό πως δεν ήταν ιδιαίτερα ευχαριστημένος από την διανοιγόμενη προοπτική γιά την περιέλευση όλων των οθωμανικών ιδιοκτησιών στα χέρια ιδιωτών, ελλήνων και ξένων. Ο Δ. Περρούκας πρέπει να θεωρηθή, λόγω και της πολιτικής του φιλίας με τον Βιάρο Καποδίστρια, πώς απηχούσε τις θέσεις πάνω σε αυτό το ζήτημα του περιβάλλοντος του Κυβερνήτη και πιθανότητα και του ιδίου του Καποδίστρια, θέσεις που ήταν αντίθετες (όπως θα φανεί και μετέπειτα, στον σχηματισμό μεγάλης γαιοκτησίας στην Αττική και στην Εύβοια) άλλωστε η αντίθεση του Καποδίστρια πρός στους μεγάλους γαιοκτήμονες της Πελοποννήσου είναι γνωστή. Αρκετές φορές εξέφραζε βέβαια αυτές τις θέσεις και απόψεις με τρόπο που υπερέβαινε και την αρχική βούληση των κυρίως εχόντων αυτές τις θέσεις. Ο Δ. Περρούκας λοιπόν έμεινε στην Αθήνα μόλις μέχρι την 21 Οκτωβρίου 1830. Όταν διεπίστωσε την έκταση που έπαιρναν οι αγοραπωλησίες και το ότι
μετεβιβάζοντο εκτός των άλλων και τα μεγάλα κτήματα της Αττικής αλλά και της Εύβοιας με τέτοιο τρόπο ώστε να σχηματίζεται μεγάλη γαιοκτησία ανεχώρησε για το Ναύπλιο. Οι Ελληνες αλλά και οι ξένοι αγοραστές τότε απέδωσαν την αναχώρηση του αυτή σε οδηγίες του κυβερνήτη ώστε να σταματήσουν οι αγοραπωλησίες και να αποθαρρυνθούν οι αγοραστές ώστε να μείνουν απώλητα, κυρίως τα μεγάλα κτήματα, και να μπορέσει να τα αγοράσει μετέπειτα η ελληνική κυβέρνηση. Δεν πρέπει να είχαν και πολύ άδικο αφού σε επιστολή Περρούκα προς τον Καποδίστρια της 17 Νοεμβρίου 1830 ο Περρούκας ασχολείται με αυτό το ζήτημα. Αλλά και από επιστολή του Κ. Ζωγράφου προς τον Α. Λουριώτη της 5/17 Νοεμβρίου 1830 φαίνεται ότι η Ελληνική κυβέρνηση έκανε την ύστατη της προσπάθεια για να ανακόψει τις πωλήσεις των μεγάλων κτημάτων ώστε εξασφαλίζοντας κάποιο δάνειο να προβεί στην αγορά τους για λογαριασμό του έθνους. Η άρνηση του Χατζη Ισμαήλ Μπέη στις αρχές Νοέμβριου του 1830 να εκδίδει χοτζέτια για μεγάλα κτήματα ήταν αποτέλεσμα της προσπάθειας αυτής της κυβέρνησης. Δεν φαίνεται όμως να περίμενε πολύ ο Χατζη Ισμάηλ Μπέης αφού ήδη μέχρι τέλους Δεκεμβρίου του 1830 είχε πωληθεί σχεδόν όλη η κτηματική περιουσία των Οθωμανών στην Αττική. Σε άλλη επιστολή της 5ης Νοεμβρίου 1830 του γραμματέα του Δ. Περρούκα, Α. Μίχου, περιγράφεται με λεπτομέρειες το κλίμα ανησυχίας που είχε δημιουργήσει η αναχώρηση Περρούκα,όπως και τα προβλήματα μεταξύ των αγοραστών για την προτεραιότητα στην εξέταση από την επιτροπή των πωλητηρίων εγγράφων (χοτζετίων) αλλά και το ότι η επιτροπή δεν του είχε αποστείλει ειμή μόνο 6 ακόμη πωλητήρια ενώ είχε εξετάσει πολύ περισσότερα.
Ο Δ. Περρούκας επέστρεψε στην Αθήνα στις 18 Δεκεμβρίου 1830 και έκτοτε θα έπρεπε να συνεχίσει τις επικυρώσεις των μέχρι τότε γενομένων πωλητηρίων μέσα σε ένα κλίμα αναμονής και αβεβαιότητας για το τι θα επακολουθούσε σχετικά με την απόδοση ή όχι της Αττικής από τους Τούρκους στους Ελληνες. Τι συζήτησε άραγε ο Περρούκας στο Ναύπλιο και με ποιους; Είναι αδύνατον να μην συζήτησε ακόμη και με τον ίδιο τον Ι. Καποδίστρια για τα ζητήματα αυτά. Η διαπίστωση δε ότι το δάνειο δεν θα ερχόταν ποτέ θα είχε από τότε οδηγήσει σε σκέψεις για το πώς θα αντιμετωπίζετο η κατάσταση που εδημιουργείτο στην Αττική. Μια κατάσταση όπου η δημόσια γη θα εξέλιπε παντελώς και η μεγάλη γαιοκτησία θα ήτο γεγονός. Το ότι όταν επέστρεψε στην Αθήνα δεν προέβη σε καμία επικύρωση δείχνει σαφώς ότι στο Ναύπλιο επελέγη μιά στάση αναμονής από πλευράς της κυβερνήσεως. Μιά τέτοια στάση που δεν θα έφερνε κάποιο αυτοτελές εμπόδιο στην παράδοση
τουλάχιστον της Αττικής στα χέρια των Ελλήνων, πέρα βέβαια από την ενδεχόμενη εμπλοκή του ζητήματος με αυτό της Δυτικής Ελλάδος. Νομίζω πώς ήδη οι αποφάσεις είχαν ληφθεί απλώς ήταν ζήτημα χρόνου για τό πότε θα εξεδήλώντο.
Και αν ακόμη υποτεθεί ότι οι Τούρκοι θα παρέδιδαν την Αττική στις 22 Ιανουαρίου 1831 στους Έλληνες είναι σαφές ότι μέχρι τέλους Δεκεμβρίου 1830 είχαν προλάβει και είχαν πωλήσει όλες σχεδόν τις ιδιοκτησίες τους μικρές ή μεγάλες. Όλη λοιπόν η γη της Αττικής που κατέχετο από τους Τούρκους είχε περάσει στα χέρια κυρίως Ελλήνων αλλά και ξένων κτηματιών. Μόνον οι περιουσίες των τουρκικών ιερών ναών (τζαμιών ) και αυτές οπωσδήποτε όχι όλες θα έμεναν στην κατοχή του Ελληνικού κράτους.
Είναι χρήσιμο να σημειωθεί εδώ ότι σε όλη αυτή την χρονική περίοδο των τριών μηνών οι τούρκοι ουδέποτε ενεφάνισαν τίτλους ιδιοκτησίας των κτημάτων τους ισχυριζόμενοι ότι όλοι είχαν καταστραφεί κατά την κατάληψη της Ακρόπολης από τους έλληνες το 1822.
μετεβιβάζοντο εκτός των άλλων και τα μεγάλα κτήματα της Αττικής αλλά και της Εύβοιας με τέτοιο τρόπο ώστε να σχηματίζεται μεγάλη γαιοκτησία ανεχώρησε για το Ναύπλιο. Οι Ελληνες αλλά και οι ξένοι αγοραστές τότε απέδωσαν την αναχώρηση του αυτή σε οδηγίες του κυβερνήτη ώστε να σταματήσουν οι αγοραπωλησίες και να αποθαρρυνθούν οι αγοραστές ώστε να μείνουν απώλητα, κυρίως τα μεγάλα κτήματα, και να μπορέσει να τα αγοράσει μετέπειτα η ελληνική κυβέρνηση. Δεν πρέπει να είχαν και πολύ άδικο αφού σε επιστολή Περρούκα προς τον Καποδίστρια της 17 Νοεμβρίου 1830 ο Περρούκας ασχολείται με αυτό το ζήτημα. Αλλά και από επιστολή του Κ. Ζωγράφου προς τον Α. Λουριώτη της 5/17 Νοεμβρίου 1830 φαίνεται ότι η Ελληνική κυβέρνηση έκανε την ύστατη της προσπάθεια για να ανακόψει τις πωλήσεις των μεγάλων κτημάτων ώστε εξασφαλίζοντας κάποιο δάνειο να προβεί στην αγορά τους για λογαριασμό του έθνους. Η άρνηση του Χατζη Ισμαήλ Μπέη στις αρχές Νοέμβριου του 1830 να εκδίδει χοτζέτια για μεγάλα κτήματα ήταν αποτέλεσμα της προσπάθειας αυτής της κυβέρνησης. Δεν φαίνεται όμως να περίμενε πολύ ο Χατζη Ισμάηλ Μπέης αφού ήδη μέχρι τέλους Δεκεμβρίου του 1830 είχε πωληθεί σχεδόν όλη η κτηματική περιουσία των Οθωμανών στην Αττική. Σε άλλη επιστολή της 5ης Νοεμβρίου 1830 του γραμματέα του Δ. Περρούκα, Α. Μίχου, περιγράφεται με λεπτομέρειες το κλίμα ανησυχίας που είχε δημιουργήσει η αναχώρηση Περρούκα,όπως και τα προβλήματα μεταξύ των αγοραστών για την προτεραιότητα στην εξέταση από την επιτροπή των πωλητηρίων εγγράφων (χοτζετίων) αλλά και το ότι η επιτροπή δεν του είχε αποστείλει ειμή μόνο 6 ακόμη πωλητήρια ενώ είχε εξετάσει πολύ περισσότερα.
Ο Δ. Περρούκας επέστρεψε στην Αθήνα στις 18 Δεκεμβρίου 1830 και έκτοτε θα έπρεπε να συνεχίσει τις επικυρώσεις των μέχρι τότε γενομένων πωλητηρίων μέσα σε ένα κλίμα αναμονής και αβεβαιότητας για το τι θα επακολουθούσε σχετικά με την απόδοση ή όχι της Αττικής από τους Τούρκους στους Ελληνες. Τι συζήτησε άραγε ο Περρούκας στο Ναύπλιο και με ποιους; Είναι αδύνατον να μην συζήτησε ακόμη και με τον ίδιο τον Ι. Καποδίστρια για τα ζητήματα αυτά. Η διαπίστωση δε ότι το δάνειο δεν θα ερχόταν ποτέ θα είχε από τότε οδηγήσει σε σκέψεις για το πώς θα αντιμετωπίζετο η κατάσταση που εδημιουργείτο στην Αττική. Μια κατάσταση όπου η δημόσια γη θα εξέλιπε παντελώς και η μεγάλη γαιοκτησία θα ήτο γεγονός. Το ότι όταν επέστρεψε στην Αθήνα δεν προέβη σε καμία επικύρωση δείχνει σαφώς ότι στο Ναύπλιο επελέγη μιά στάση αναμονής από πλευράς της κυβερνήσεως. Μιά τέτοια στάση που δεν θα έφερνε κάποιο αυτοτελές εμπόδιο στην παράδοση
τουλάχιστον της Αττικής στα χέρια των Ελλήνων, πέρα βέβαια από την ενδεχόμενη εμπλοκή του ζητήματος με αυτό της Δυτικής Ελλάδος. Νομίζω πώς ήδη οι αποφάσεις είχαν ληφθεί απλώς ήταν ζήτημα χρόνου για τό πότε θα εξεδήλώντο.
Και αν ακόμη υποτεθεί ότι οι Τούρκοι θα παρέδιδαν την Αττική στις 22 Ιανουαρίου 1831 στους Έλληνες είναι σαφές ότι μέχρι τέλους Δεκεμβρίου 1830 είχαν προλάβει και είχαν πωλήσει όλες σχεδόν τις ιδιοκτησίες τους μικρές ή μεγάλες. Όλη λοιπόν η γη της Αττικής που κατέχετο από τους Τούρκους είχε περάσει στα χέρια κυρίως Ελλήνων αλλά και ξένων κτηματιών. Μόνον οι περιουσίες των τουρκικών ιερών ναών (τζαμιών ) και αυτές οπωσδήποτε όχι όλες θα έμεναν στην κατοχή του Ελληνικού κράτους.
Είναι χρήσιμο να σημειωθεί εδώ ότι σε όλη αυτή την χρονική περίοδο των τριών μηνών οι τούρκοι ουδέποτε ενεφάνισαν τίτλους ιδιοκτησίας των κτημάτων τους ισχυριζόμενοι ότι όλοι είχαν καταστραφεί κατά την κατάληψη της Ακρόπολης από τους έλληνες το 1822.
Ακόμη ουδόλως ενεφάνισαν και το κτηματολόγιο της Αττικής για το οποίο προέβαλλαν την ίδια δικαιολογία. Ο ισχυρισμός όμως αυτός υπέκρυβε δολιότητα και σκοπιμότητα που συνίστατο στο εξής. Τυχόν εμφάνιση του κτηματολογίου ή των τίτλων των τούρκων κτηματιών θα εφανέρωνε αμέσως την ιδιοτυπία του νομικού καθεστώτος των μεγάλων κτημάτων που περιείχαν βουνά, δάση, λίμνες και βοσκές , που μόνο κατά δικαίωμα εξουσιάσεως ανήκαν στους ιδιώτες, και θα δημιουργούσε προβλήματα για το αν εδικαιούντο να τα πωλήσουν ή όχι. Ο ισχυρισμός αυτός των τούρκων ήταν και ένας από τούς κύριους λόγους για την καθιέρωση των μαρτυριών των γηγενών Αθηναίων ως του μόνου μέσου αποδείξεως και για την νομιμοποίηση των τούρκων πωλητών και για το αν τα πωλούμενα ήταν δημόσια ή ιδιωτική περιουσία και για τον καθορισμό και την εξεύρεση των ορίων των πωλουμένων κτημάτων.
Οι λόγοι που έκαναν δυνατή την πραγματοποίηση τόσων πολλών αγορών σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα και μάλιστα σε μιά εποχή ,και σε μια περιοχή πού τα χρηματικά μέσα ήταν περιορισμένα ήταν
Α) Οι χαμηλές τιμές των πωλουμένων κτημάτων.
Β) Το περιορισμένο του χρόνου μέσα στο οποίο έπρεπε να γίνουν οι αογραπωλησίες.
Γ) Η προσδοκία αμέσων και μεγάλων κερδών.
Δ) Το ενδεχόμενο να καταστεί η Αθήνα πρωτεύουσα του νέου κράτους.
Ε) Η βεβαιότητα για το ότι η Αττική σε οποιαδήποτε περίπτωση πολιτικής μεταβολής θα ενσωματώνετο οπωσδήποτε στο νέο κράτος.
Οι λόγοι που έκαναν δυνατή την πραγματοποίηση τόσων πολλών αγορών σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα και μάλιστα σε μιά εποχή ,και σε μια περιοχή πού τα χρηματικά μέσα ήταν περιορισμένα ήταν
Α) Οι χαμηλές τιμές των πωλουμένων κτημάτων.
Β) Το περιορισμένο του χρόνου μέσα στο οποίο έπρεπε να γίνουν οι αογραπωλησίες.
Γ) Η προσδοκία αμέσων και μεγάλων κερδών.
Δ) Το ενδεχόμενο να καταστεί η Αθήνα πρωτεύουσα του νέου κράτους.
Ε) Η βεβαιότητα για το ότι η Αττική σε οποιαδήποτε περίπτωση πολιτικής μεταβολής θα ενσωματώνετο οπωσδήποτε στο νέο κράτος.
Στ) η διευκόλυνση εκ μέρους της ελληνικής κυβερνήσεως των πωλήσεων με την δημόσια ανακοίνωση του Αυγούστου του 1830.
2ο Απόσπασμα από το βιβλίο «Οι πωλήσεις των Οθωμανικών Ιδιοκτησιών της Αττικής. 1830-1831»του Θωμά Δρίκου.
Μάρτης 1993. εκδόσεις Τροχαλία.
0 التعليقات:
إرسال تعليق