ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΟΥ ΜΑΝΑΒΗ
Ο ήλιος του θεριστή από το πρωί άνοιγε τις καρδιές των ξωμάχων στην πεδιάδα της Λοκρίδας. Από το χωριό του πλανόδιου παραγωγού και μανάβη ως το Μάνεση λίγα χιλιόμετρα και η Μαλάμω η γαϊδάρα ακολουθούσε, με τα δύο κοφίνια ζυγιασμένα σωστά κουβάλαγε την πραμάτεια κυρίως ντομάτες και ζαρζαβατικά, με βήμα θεληματικό και αυτάρεσκο. Τρείς μήνες πριν είχε κουνηθεί το σύμπαν στις εκλογές του Μάρτη του 1946 η Ελλάδα είχε μοιραστεί στα δυό, στους ψηφίσαντες και σε αυτούς που απειλούντο από την εφημερίδα «Εμπρός» και την «Ακρόπολη» ότι λίγα ήταν τα ψωμιά τους και λευκό από την αποχή , το εκλογικό τους βιβλιάριο.
Δελτίο άρτου δεν χρειαζόντουσαν τα καμποχώρια σιμά στην ορεινή Παρνασσίδα, όπως χάμω στην πολύπαθη πόλη. Ο κάμπος πλούσιος φέτος σε στάρια και μπαμπάκια. Γεωτρήσεις να δουλεύουνε αβάντα να θεριεύουν τα κόπια τους.
----Άντε ωρή μας πήρε ο ήλιος.
Ο ήλιος του θεριστή από το πρωί άνοιγε τις καρδιές των ξωμάχων στην πεδιάδα της Λοκρίδας. Από το χωριό του πλανόδιου παραγωγού και μανάβη ως το Μάνεση λίγα χιλιόμετρα και η Μαλάμω η γαϊδάρα ακολουθούσε, με τα δύο κοφίνια ζυγιασμένα σωστά κουβάλαγε την πραμάτεια κυρίως ντομάτες και ζαρζαβατικά, με βήμα θεληματικό και αυτάρεσκο. Τρείς μήνες πριν είχε κουνηθεί το σύμπαν στις εκλογές του Μάρτη του 1946 η Ελλάδα είχε μοιραστεί στα δυό, στους ψηφίσαντες και σε αυτούς που απειλούντο από την εφημερίδα «Εμπρός» και την «Ακρόπολη» ότι λίγα ήταν τα ψωμιά τους και λευκό από την αποχή , το εκλογικό τους βιβλιάριο.
Δελτίο άρτου δεν χρειαζόντουσαν τα καμποχώρια σιμά στην ορεινή Παρνασσίδα, όπως χάμω στην πολύπαθη πόλη. Ο κάμπος πλούσιος φέτος σε στάρια και μπαμπάκια. Γεωτρήσεις να δουλεύουνε αβάντα να θεριεύουν τα κόπια τους.
----Άντε ωρή μας πήρε ο ήλιος.
Μια παρέα κουραδόμαγκες ξαπόσταιναν κάτω από τρία ευκάλυπτα στην άκρη του δρόμου, μέσα στο δροσάτο μπαμπακοχώραφο, με γλήγορες κινήσεις καμμιά δεκαριά γυναίκες μάζευαν στα ζεμπίλια[1] το λευκό χρυσάφι. Όλες μανδηλοδεμένες και με ανύπαρκτα χειραφετημένη συνείδηση της δύναμής τους. Οι άνδρες έπιναν τσίπουρο με ελιές και μεζέ ήδη κατέβαζαν τη δεύτερη μποτίλια, σχολίαζαν το κυνήγι της καύλας τους , την αγρανάπαυσή τους και το θέμα της εποχής ποιές άραγε νάναι στους «τσολιάδες» οι νέες εντολές του «εστεμμένου φελλού»[2] του βασιλέα Γεωργίου Β’. Τούτες εδώ οι εργάτριες ήταν κτήμα τους, χωράφι από την κολιγιά τους.
Ο πρόσχαρος και αφελής μανάβης παρέα με την Μαλάμω του περνώντας από σιμά τους θεώρησε καλό να διαλαλήσει την πραμάτεια του, έβαλε σαν χωνί τα δυό του χέρια και :
---- Εχω ντομάτες και για τις παντρεμένες! Φεύγοντας με βήμα γοργό για το Μάνεση.
Καμμιά δεν σήκωσε κεφάλι, πίσω η θολωμένη παρέα από τους πέντε κουραδόμαγκες μετά την αρχική αμηχανία άρχισαν να το δουλεύουν μέσα τους.
---Τη δικιά σου έλεγε Γιώργη
--- Η δικιά μου είναι στα ζά, πάει ντουγρού όμως στο σπίτι σου στο χωριό.
--- Κρεμμύδα άν είσαι άνδρας έπρεπε να τον ξαπλώσεις.
--- Συμμορίτης είναι που μεταφέρει μηνύματα
--- Εχω ξαπλώσει στη Βροχιά δυό και στο Μπέλεση[3] άλλους δυό με τα ίδια μου τα χέρια.
---- Μην αφήνεις το πόστο σου , από δω θα ξαναπεράσει και τα λέμε. «Κρυπτόμενος αναρχικός» μου μοιάζει τι λες, νάχει όπλα στα κοφίνια ;
---- Πριν έξη μήνους ωρέ δε πιάσαμε επτά από δαύτους στη Θήβα γιατί «συνελήφθησαν συνεδριάζοντες»
--- Στην επιστροφή νάχει και τον παρά , να πλερώσει....
Η παρέα με τους κουραδόμαγκες της λευκής τρομοκρατίας στην Ελληνική ύπαιθρο αγνοούσαν τον καταναγκαστικό νόμο 942 περι λήψεως μέτρων προς .........κατευνασμό των πολιτικών παθών του ΦΕΚ 1946/Α/48 της 15-2-46.
«Άρθρο 1 Με φυλάκισιν ενός μεχρι τριών μηνών κα εν υποτροπή με φυλάκισιν δύο μέχρι εξ μηνών τιμωρείται όστις: ....γ) μεταδίδει εις το κοινόν δια ζώσης φωνής ή τηλεβόων ή οιουδήποτε άλλου τεχνικού μέσου συνθήματα ή εντολάς ή απειλάς ή αγγελίας ή ανακοινώσεις δυνάμενας να εμβάλωσιν εις ανησυχία τους πολίτας ή να μειώσωσι το παρ΄αυτοίς αίσθημα ασφαλείας και τάξεως»
Ψιλά γράμματα ο νόμος όταν το κλίμα προστάζει ασυδοσία και ατιμωρησία. Το ζαγάρι ξυπνάει μέσα τους όταν ο περίγυρος θυμίζει ηφαίστειο που βράζει.
Με την επιστροφή του πραματευτή μανάβη οι πλιατσικολόγοι είχαν λόγο να δείξουν τον χαμένο τους.....ανδρισμό. Δυο κράτησαν την Μαλάμω τη φουριόζα, δύο τον φωνακλά άτυχο διαβάτη και ο πέμπτος με σκεπάρνι του άνοιξε το κεφάλι στα δύο. Οι γυναίκες στο κοντινό χωράφι δεν σήκωσαν κεφάλι, εμείς από το παραδίπλα φκιάχνοντας την γεώτρηση τάδαμε καθαρά όλα στο ξάγναντο του δρόμου, κάναμε τους ανήξερους. Το άψυχο κουφάρι του μανάβη το παράχωσαν εκεί οι θολωμένοι σε μια χαντακιά του λιβαδιού το σκέπασαν πρόχειρα με χώμα και φάνηκαν να ενοχλούνται που τούτος ο ξένος τους αγγάρευε και να τον θάψουν. Έπρεπε να τον εξαφανίσουν. Στην αναμπουμπούλα της μοιρασιάς των εισπράξεων τους έφυγε η Μαλάμω με τα κοφίνια άδεια. Έκοψε από το διάσελο στα χωράφια η κατάστασή της αποχαύνωσης από το όργιο του αίματος δεν τους επέτρεπε να την κυνηγήσουν.
Η Μαλάμω γύρισε σαν πιστό σκυλί στο στάβλο της το βράδυ, αχ να μπορούσε να διηγηθεί την γαϊδουριά των ανθρώπων. Εκεί δι ασήμαντον αφορμή είχαν τελέψει τον πρόσχαρο δουλευταρά μανάβη. Του πήραν την είσπραξη, τον φύτεψαν στα κουτουρού.
Αμολήθηκαν συγγενείς και φίλοι να βρουν τον εξαφανισμένο μανάβη. Λυτούς και δεμένους έβαλαν σε όλα τα γύρω χωριά. Βοήθησαν και οι γύφτοι της περιοχής, ρωτούσαν ψαρεύανε μα τα στόματα ήταν σφαλιστά. Κλεισμένο ήταν και το στόμα της Μαλάμως σπάνια τσίμπαγε λίγο σανό, μέχρι που το πρόσεξε ένα παιδί.
Άνθρωποι χάνονταν στην ύπαιθρο κάθε μέρα, βούιξε ο τόπος τον Αύγουστο του 46 έφαγαν οι άνθρωποι του Γρηγόρη Σούρλα το δημοσιογράφο του Ριζοσπάστη Κώστα Βιδάλη, πήγε να κάνει ρεπορτάζ επί τόπου στο Θεσσαλικό κάμπο.
Οι Μπελεσιώτες δεν τόβαλαν κάτω, απλοί άνθρωποι στη κοσμοχαλασιά αλλά τους έπνιγε το δικό τους δίκιο, τους έλειπε άνθρωπος μέσα από το χωριό τους. Βάλανε τη Μαλάμω μπροστά φορτωμένη, ζυγιασμένη όπως τότε με ντομάτες, την αμόλησαν ντάλα καλοκαίρι και ακολούθησαν δέκα παλικάρια το γαϊδούρι. Πήγε η γαϊδάρα και στάθηκε στο δρόμο για το Μάνεση κάτω από τρείς ευκαλύπτους δεν κούναγε ούτε μπρος ούτε πίσω, αμολήθηκαν τα σαίνια γρήγορα σε νωπό χώμα –ένα γύρω ξεραίλα- βρήκαν το κιβούρι σε αποσύνθεση. Μέριασαν ένα μάτσο ρίγανη πούχε αφεθεί από τα παιδικά χέρια του παιδιού από την γεώτρηση.
Μάθανε τίνος είναι το χωράφι, στο καφενείο στο Μάνεση βρήκαν την σειρά του νήματος. Ποιοί , πού, πότε , πως δεν έμαθαν, έμαθαν ότι οι χωροφυλάκοι κυνηγούσαν συμμορίτες, μ’ ένα μανάβη φάντασμα θα ασχολιόντουσαν;;
Κάποια νύχτα του Οκτώβρη ο κάμπος ξαναγέμισε αίμα. Ομάδα από το ένα χωριό χίμηξε στο άλλο, για γδικιωμό πήραν τρείς ψυχές από τους κουραδόμαγκες και δυό αθώους , κάψανε και πέντε σπίτια, στάβλους, υποστατικά ότι βρήκαν μπροστά τους. Οι Αθηναϊκές εφημερίδες αλάλαζαν καιρό και τάρριχναν στη «κόκκινη τρομοκρατία» τα καταστροφικά νέα από το Μάνεση.
30-11-06
Διόνυσος
[1] Σάκοι από πλεχτή ψάθα.
[2] Από άρθρο του Γεωργίου Βλάχου στην Καθημερινή της εποχής.
[3] Η σημερινή Τιθορέα.
*Πρωτοδημοσιεύτηκε και σχολιάστηκε 4-11-2007 στο poiein.gr
Για τα δίχρονα του υπέροχου άμβωνα ποίησης χρόνια καλά και δημιουργικά. Ναι η ποίηση είναι στη ζωή μας ελευθερη από εξαρτήσεις και αναστολές, να την τιμάτε σαν φυλαχτό , σαν το δάκρι μας που δεν σβήνει στον ωκεανό.
0 التعليقات:
إرسال تعليق