Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΤΩΝ ΦΟΡΤΗΓΑΤΖΗΔΩΝ
Διαλεκτική εκλογολογία Νο 3
Μετά το Καβούσι στο δρόμο για Σητεία 3.900 μέτρα αμαξιτής ανηφόρας στα βουνά της Σητείας σε βγάζει στο Πανόραμα, ένα μικρό στέκι φορτηγατζήδων δίπλα στην άσφαλτο στη πλευρά του πελάγου, στάση καφέ και αναπαμού, του ματιού και της σκέψης. Απέναντι σε μια θωριά χορταστική αγναντεύουμε τα βράχια του Μόχλου, φάτσα το Μινωικό νησάκι Ψείρα και πέρα δυτικά στο αριστερό μας χέρι τις πλαγιές της καταβυθισμένης από τα αρχαία χρόνια Ολούς.
Το πλάτωμα του δρόμου, μια πασαρέλα φορτηγών Mercedes, DAF, Scania, Toyota, ΜΑΝ, FORD πιό καθαρά, πιό περιποιημένα από κείνα που βλέπεις στην εθνική στη Λαμία, με ελληνικά νούμερα κυκλοφορίας και ντόπιους οδηγούς. Είναι ένα αντάμωμα πολλές φορές συνεννοημένο στο CB, κάθονται πάντα βιαστικοί περατάρηδες να αγναντέψουν και να μιλήσουν αυτό που δεν μπορούν να κάνουν στη τρέλλα του λιμανιού.
Μπαίνοντας σαν σπίθα ο κυρ Ανδρέας ο Αποκορωνάκης ο μπολτοζέρης λες και φούντωσε σαν φλόγα στη φρυγανισμένη σιωπή
--Οϊ Παναγία μου σύντεκνοι μας τσουρομαδήσανε οι ασπάλαχοι, ζέστη και μπαμπεσιά.
---Τι κρένεις[1] για τη ζέστη ή για τα συμβάντα; Τόπιασε αμέσως από τα μαλλιά την κουβέντα ο σεμνός ασπρομάλλης αρχαιοφύλακας, ο κυρ Γιώργης Επισκοπάκης που με έναν ασπρουλιάρη Αμερικανάκι φαινόταν σε ειδική αποστολή με το φορτηγό κοντέινερ. Συγχρόνως τούδειξε προς τη συσκευή τηλεόρασης που είχε απευθείας σύνδεση με τις φωτιές στην Εύβοια και την Πελοπόννησο.
--Οι άνθρωποι έφευγαν από μιζέρια από τα χωριά τώρα τους καίνε ζωντανούς για το τίμημα να αγαπούν το τόπο τους μονολόγησε δίπλα μου χωρίς να ακουστεί ο γεροδεμένος μουστακαλής παίδαρος ο Σίφης ο Ανωγειανάκης είχαμε γνωριστεί νωρίτερα που από περιέργεια τον ρώτησα τι κουβαλούσε στη μακριά άδεια καρότσα του σε μήκος διπλού λεωφορείου. Τα γαλανά του μάτια ήταν θολά μεθυσμένα στη φρίκη των δαιμόνων, είχε έργο να φέρει σιδερόβεργες για να σιδερώσουν κοιλαδογέφυρες στο Χαμέζι κοντά στη Σητεία τις είχε παραδώσει και γύριζε με το πάσο του στα Ανώγεια στο 10 ημερών κοπέλι του που όλο κλαίει όταν δεν θηλάζει, μου τάχε προλάβει όλα μονορούφι λες και γνωριζόμασταν από καιρό.
Ο κυρ Ανδρέας σίμωσε κατευθείαν στη πλευρά του καφετζή του Νίκου του Λαστριώτη κάτι παρήγγειλε στη γυναίκα του την κυρα Μαγδαληνή και αμολήθηκε στο μικρό εξώστη βεράντα να αγναντέψει το ήρεμο πέλαγο, να γαληνέψει η ψυχή του στο καταμεσήμερο.
--Πάλι με οκτάρια οδηγείς Αποκορωνάκη μίλησε ο σεβάσμιος εξηντάρης ασπρομάλλης με τα σκαλιστά μαλλιά και τη μουστάκα, το πουκάμισο μισάνοιχτο και οι ροζιασμένες χερούκλες δεν λάθευες ήταν αγρότης .Αλλωστε είχα προσέξει είχε βγει από το FORD 20ετίας που με μαρκαδόρο παινευότανε: Βιοκαλλιέργειες, Μπανάνες, Οίνοι, Έλαια, Μέλι. Είχαμε ήδη συστηθεί στο Φοινικόδασος με τον κυρ Νίκο τον Λασηθιωτάκη τον πρωτοπόρο βιοκαλλιεργητή και θα μπορούσα να σας μιλάω μέρες για αυτόν. Έδινε την εντύπωση σφίγγας ότι χρυσάφι είχε μέσα του, συμπυκνωμένη πείρα χρόνων έπρεπε να του την πάρεις με τρόπο και τώρα σαν είδε τον κυρ Ανδρέα γνωστοί από παλιά με εντυπωσίασαν οι σαϊτιές της κουβέντας του ευθεία στο θέμα.
---Ποιοί καίνε τη χώρα Ανδρέα; η Πυροσβεστική λέει κάθε τρεις και λίγο νέα εστία, νύχτα, αλλού για αλλού κοντά σε εργοστάσια της ΔΕΗ....αν δεν είναι αυτό οργανωμένο σχέδιο εμπρηστών τι είναι, το ξερό το ριζικό μας;;
---Δεν γρικάω[2] λεπτομέρειες αλλά με το που φύσηξε άνεμος με μπωφόρια πύρωσε όλη η χώρα, οχι από κουκουνάρες και σκουπιδότοπους αυτή τη φορά ,ξέρω με τη μπουλντόζα που πετάει ο κόσμος τα μπάζα τους όχι και δίπλα στο δάσος του Καϊάφα!
----Ο Καραμανλής πιάστηκε στον ύπνο απροετοίμαστος γύρισε το λόγο ο Γιώργος ο Επισκοπάκης ενώ ο Αμερικάνος δίπλα του έδειχνε να προσπαθεί να πιάσει κουβέντες ---Αυτός δεν είχε κανένα συμφέρον για φωτιές μέσα στα προεκλογικά, πέστον ξεβράκωτο από ικανότητα, αλλά ποιός οδήγησε εκεί την κατάσταση και ποιός ωφελείται, και πάει να το εκμεταλλευτεί, τόσοι νεκροί έχει παγώσει όλος ο κόσμος από την καταστροφή.
Εδώ πετάχτηκε η καφετζού η κυρα Μαγδαληνή
--Πολιτικά τα αίτια γιόκα μου αποκρίθηκε η κυρά Μαγδαληνή από το πάνω Φόδελε , ουδέτερη φορτισμένη παρατηρήτρια ως τότε της τρέχουσας κακομοιριάς μας.
Διαλεκτική εκλογολογία Νο 3
Μετά το Καβούσι στο δρόμο για Σητεία 3.900 μέτρα αμαξιτής ανηφόρας στα βουνά της Σητείας σε βγάζει στο Πανόραμα, ένα μικρό στέκι φορτηγατζήδων δίπλα στην άσφαλτο στη πλευρά του πελάγου, στάση καφέ και αναπαμού, του ματιού και της σκέψης. Απέναντι σε μια θωριά χορταστική αγναντεύουμε τα βράχια του Μόχλου, φάτσα το Μινωικό νησάκι Ψείρα και πέρα δυτικά στο αριστερό μας χέρι τις πλαγιές της καταβυθισμένης από τα αρχαία χρόνια Ολούς.
Το πλάτωμα του δρόμου, μια πασαρέλα φορτηγών Mercedes, DAF, Scania, Toyota, ΜΑΝ, FORD πιό καθαρά, πιό περιποιημένα από κείνα που βλέπεις στην εθνική στη Λαμία, με ελληνικά νούμερα κυκλοφορίας και ντόπιους οδηγούς. Είναι ένα αντάμωμα πολλές φορές συνεννοημένο στο CB, κάθονται πάντα βιαστικοί περατάρηδες να αγναντέψουν και να μιλήσουν αυτό που δεν μπορούν να κάνουν στη τρέλλα του λιμανιού.
Μπαίνοντας σαν σπίθα ο κυρ Ανδρέας ο Αποκορωνάκης ο μπολτοζέρης λες και φούντωσε σαν φλόγα στη φρυγανισμένη σιωπή
--Οϊ Παναγία μου σύντεκνοι μας τσουρομαδήσανε οι ασπάλαχοι, ζέστη και μπαμπεσιά.
---Τι κρένεις[1] για τη ζέστη ή για τα συμβάντα; Τόπιασε αμέσως από τα μαλλιά την κουβέντα ο σεμνός ασπρομάλλης αρχαιοφύλακας, ο κυρ Γιώργης Επισκοπάκης που με έναν ασπρουλιάρη Αμερικανάκι φαινόταν σε ειδική αποστολή με το φορτηγό κοντέινερ. Συγχρόνως τούδειξε προς τη συσκευή τηλεόρασης που είχε απευθείας σύνδεση με τις φωτιές στην Εύβοια και την Πελοπόννησο.
--Οι άνθρωποι έφευγαν από μιζέρια από τα χωριά τώρα τους καίνε ζωντανούς για το τίμημα να αγαπούν το τόπο τους μονολόγησε δίπλα μου χωρίς να ακουστεί ο γεροδεμένος μουστακαλής παίδαρος ο Σίφης ο Ανωγειανάκης είχαμε γνωριστεί νωρίτερα που από περιέργεια τον ρώτησα τι κουβαλούσε στη μακριά άδεια καρότσα του σε μήκος διπλού λεωφορείου. Τα γαλανά του μάτια ήταν θολά μεθυσμένα στη φρίκη των δαιμόνων, είχε έργο να φέρει σιδερόβεργες για να σιδερώσουν κοιλαδογέφυρες στο Χαμέζι κοντά στη Σητεία τις είχε παραδώσει και γύριζε με το πάσο του στα Ανώγεια στο 10 ημερών κοπέλι του που όλο κλαίει όταν δεν θηλάζει, μου τάχε προλάβει όλα μονορούφι λες και γνωριζόμασταν από καιρό.
Ο κυρ Ανδρέας σίμωσε κατευθείαν στη πλευρά του καφετζή του Νίκου του Λαστριώτη κάτι παρήγγειλε στη γυναίκα του την κυρα Μαγδαληνή και αμολήθηκε στο μικρό εξώστη βεράντα να αγναντέψει το ήρεμο πέλαγο, να γαληνέψει η ψυχή του στο καταμεσήμερο.
--Πάλι με οκτάρια οδηγείς Αποκορωνάκη μίλησε ο σεβάσμιος εξηντάρης ασπρομάλλης με τα σκαλιστά μαλλιά και τη μουστάκα, το πουκάμισο μισάνοιχτο και οι ροζιασμένες χερούκλες δεν λάθευες ήταν αγρότης .Αλλωστε είχα προσέξει είχε βγει από το FORD 20ετίας που με μαρκαδόρο παινευότανε: Βιοκαλλιέργειες, Μπανάνες, Οίνοι, Έλαια, Μέλι. Είχαμε ήδη συστηθεί στο Φοινικόδασος με τον κυρ Νίκο τον Λασηθιωτάκη τον πρωτοπόρο βιοκαλλιεργητή και θα μπορούσα να σας μιλάω μέρες για αυτόν. Έδινε την εντύπωση σφίγγας ότι χρυσάφι είχε μέσα του, συμπυκνωμένη πείρα χρόνων έπρεπε να του την πάρεις με τρόπο και τώρα σαν είδε τον κυρ Ανδρέα γνωστοί από παλιά με εντυπωσίασαν οι σαϊτιές της κουβέντας του ευθεία στο θέμα.
---Ποιοί καίνε τη χώρα Ανδρέα; η Πυροσβεστική λέει κάθε τρεις και λίγο νέα εστία, νύχτα, αλλού για αλλού κοντά σε εργοστάσια της ΔΕΗ....αν δεν είναι αυτό οργανωμένο σχέδιο εμπρηστών τι είναι, το ξερό το ριζικό μας;;
---Δεν γρικάω[2] λεπτομέρειες αλλά με το που φύσηξε άνεμος με μπωφόρια πύρωσε όλη η χώρα, οχι από κουκουνάρες και σκουπιδότοπους αυτή τη φορά ,ξέρω με τη μπουλντόζα που πετάει ο κόσμος τα μπάζα τους όχι και δίπλα στο δάσος του Καϊάφα!
----Ο Καραμανλής πιάστηκε στον ύπνο απροετοίμαστος γύρισε το λόγο ο Γιώργος ο Επισκοπάκης ενώ ο Αμερικάνος δίπλα του έδειχνε να προσπαθεί να πιάσει κουβέντες ---Αυτός δεν είχε κανένα συμφέρον για φωτιές μέσα στα προεκλογικά, πέστον ξεβράκωτο από ικανότητα, αλλά ποιός οδήγησε εκεί την κατάσταση και ποιός ωφελείται, και πάει να το εκμεταλλευτεί, τόσοι νεκροί έχει παγώσει όλος ο κόσμος από την καταστροφή.
Εδώ πετάχτηκε η καφετζού η κυρα Μαγδαληνή
--Πολιτικά τα αίτια γιόκα μου αποκρίθηκε η κυρά Μαγδαληνή από το πάνω Φόδελε , ουδέτερη φορτισμένη παρατηρήτρια ως τότε της τρέχουσας κακομοιριάς μας.
---Τόσο πολύ μας υπολογίζουν στη ψήφο που ζητάν το ψόφο μας στα κάρβουνα. Ο κυρ Ανδρέας δεν έλεγε να βάλει ακόμα το κώλο του σε καρέκλα.
---Ποιοί γιαγιά νομίζεις εσύ κάνουν κουβέντα για οργανωμένο σχέδιο και γιατί; Την ρώτησε ο λεβέντης ο Σίφακας ο Ανωγειανός.
--- Εγώ βλέπω κάθε που πιάνει αγέρας τρελαίνουν τα παλικάρια της πυροσβεστικής στις φωτιές, να τα ψεύτικα τηλέφωνα, να οι εμπρηστικοί μηχανισμοί.
---Βάλε και τα στραβά μας με 15 μόνο αεροπλάνα να η καταστροφή.(είπε να την πάει ο μεστωμένος αγρότης ο κυρ Νίκος, πρίμο σεγκόντο) Σάμπως που λείπανε οι κρουνοί στα χωριά, οι αντιπυρικές ζώνες, που χτίζει ο καθένας στη πλαγιά και τη ρεματιά όπως τού 'έρθει. Βλέπεις κανένα παλιό οργανωμένο ορεινό χωριό με πλατεία και καλντερίμι να καίγεται;;
----Γιόκα μου μάθανε οι νέοι φτηνοί στα πίτουρα και ακριβοί στο λάδι έ να δούμε τώρα που θα τελέψει και αυτό θα τρώτε λάδι από Τουρκία, το μαύρο τόχουμε μέσα μας γιόκα μου, τη δύναμη της αγάπης της αλληλεγγύης τη χάσαμε, μη τρελαίνεστε με τους πειρατές καναλάρχες των ιδιωτικών που ψάχνουν στις στάχτες με τους παπαγάλους τους δημοσιογράφους, αυτοί όλοι γιατί άραγε χτυπιόνται τώρα για την πρασινάδα;;
----Για πέσμου γιαγιά...όλοι προσέξαμε το δηλητήριο των σαφρακιασμένων στάρ που μετρούν πτώματα έτσι για τη βαβούρα δεν πολυβλέπω τηλεόραση αλλά μου τα προλαβαίνει η μωρομάνα η κυρά, πρόκανε ο Σίφης.
---Έχουνε απλήρωγους λογαριασμούς στο κράτος γιόκα μου για τις συχνότητες που μεταδίδουν χρόνια τώρα και βγάζουν από την διαφήμιση, τρέμουν άραγε ή τάχουν βρει ήδη με τους μπιστικούς τους με παζάρεμα ώστε να πλερώσουν φόρους σαν τα ποδόσφαιρα;;;
---Γιαγιά Μαγδαληνή είσαι φάτα μοργκάνα, μήπως κρατάς από τη ρίζα του Ελ Γκρέκο που γεννήθηκε στα μέρη σου;; της το γύρισε ο κυρ Ανδρέας.--- Είμαι κοπέλι του πατέρα μου αφορεσμένε!
--- Για καλό τόπε γιαγιά θάρχομαι να σε ρωτάω πότε πότε για τα μελλούμενα, ήταν η πρώτη μου δειλή συμμετοχή στη κουβέντα που είχε ανάψει.
---- Τώρα είναι η ώρα να σβήσουν οι φωτιές θάρθει και η ώρα του λογαριασμού, πρέπει να φυλάγονται τα δάση σαν κόρη οφθαλμού, φέτος δεν έπεσε βροχή ούτε για δείγμα, πάμε από το κακό στο χειρότερο μίλησε αργά ο κυρ Νίκος ο Λασηθιωτάκης.
Ο άλλος Νίκος ο Λαστριώτης αποπήρε τη γυναίκα του:
---- Πήγαινε μέσα γριά, έχεις κάτι καλτσούνια να τελειώσεις.
---- Τώρα είναι η ώρα να σβήσουν οι φωτιές θάρθει και η ώρα του λογαριασμού, πρέπει να φυλάγονται τα δάση σαν κόρη οφθαλμού, φέτος δεν έπεσε βροχή ούτε για δείγμα, πάμε από το κακό στο χειρότερο μίλησε αργά ο κυρ Νίκος ο Λασηθιωτάκης.
Ο άλλος Νίκος ο Λαστριώτης αποπήρε τη γυναίκα του:
---- Πήγαινε μέσα γριά, έχεις κάτι καλτσούνια να τελειώσεις.
Η κουβέντα ήταν πιά αντρική , στα πολιτικά, το μέρος μπορεί να σε γαλήνευε, το κλίμα όμως ήταν ηλεκτρισμένο δεν κατέεις που μπορεί να πάει η κουβέντα. Το ελαφρό αεράκι που μας χαϊδεύει όλους εδώ στα ψηλώματα εκεί πιό πάνω στη Παλιά Ελλάδα το νοιώθουμε όλοι έχει πάρει ζωές, έκανε το φονικό του έργο.
--- Το χειρότερο είναι η κουζουλάδα που μας δέρνει που τα δίνουμε όλα σε μιά αυτοδυναμία σε ένα κόμμα μια ζαριά του πάρτα όλα, μετά έρχεται αυτό να μας προδώσει τις προσδοκίες και περιμένουμε 4 χρόνια μετά τις εκλογές να βλαστημάμε τον εαυτό μας αυτοί που μαύρη η ώρα νάτανε, ψήφισαν τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα των μεγάλων κομμάτων είπε ο κυρ Ανδρέας.
--- Μα η ψήφο στα μικρά είναι χαμένη δεν θα κυβερνήσουν είπε ο κυρ Γιώργος.
--- Χαμένη ψήφο είναι στα μεγάλα κόμματα, όχι στα μικρά, όταν μοιράζεις τις ψήφους δίνοντας αξία στους μικρούς, σπας την κοροϊδία των δύο μεγάλων κομμάτων τους αναγκάζεις όλους να βάλουν νερό στο κρασί τους είπε ο κυρ Νίκος ο Λασηθιωτάκης. Φαντάσου ένα νομοσχέδιο διπλό-τριπλοψαγμένο απο διάφορες πλευρές, έχει φύγει ο τσαμπουκάς, κλείνουν οι πόρτες της πονηριάς. Ποιος ωφελείται? Ο λαός, που κάποιος πρέπει να τον ακούσει θέλει δεν θέλει και την άλλη μέρα της ψήφου.
----Εσύ κυρ Νίκο θέλεις να γίνουμε Ελβετία με μιάς. Σαράντα κόμματα στην αφετηρία, υποχρεωτικά τα 3 πρώτα στην κυβέρνηση μετά, να σου πω άντε να ονειρευτείς και άμα ξυπνήσεις σφύρα μου, ρε δεν εύρισκα κόρνα για το φορτηγό σ’ όλο το Ρέθεμνο, το χουν μαζέψει τα ζουλάπια, οι χουλιγκάνοι των αυθόρμητων προεκλογικών συγκεντρώσεων!! Ο Σίφακας είχε μιλήσει.
----Δεν γίνονται αυτά εδώ, ξίνισε ο κυρ Γιώργης ο Επιτροπάκης. Βλέπετε αυτό το μηχάνημα που κουβάλησε ο Αμερικανός από το Πρινστον. Αξονική τομογραφία για τον ανασκαφικό χώρο της Σητείας, αυτοί είναι προχωρημένοι, έρχονται βλέπουν τη γη που πατάμε πόντο – πόντο και παίρνουν βέβαια τα καλύτερα κομμάτια.
----Εγώ δεν γίνομαι συνυπεύθυνος στο έγκλημα της αυτοδυναμίας λάλησε ο κυρ Αντρέας, να μην γινόμαστε πρόβατα επί σφαγή να μην είμαστε μοιρολάτρες, εμείς πρέπει να χτίζουμε το τόπο μας και να παίρνουμε ότι καλύτερο.
----Μας ξέκοψαν από τη φύση, μας μάντρωσαν στις πόλεις, έχασαν τα χέρια μας την επιδεξιότητά τους, εξαρτόμαστε από δουλειές των συμβούλων και των λογής εργολάβων εμείς οι Κουρήτες του Αιγαίου, που τρυγούσαμε τέτοιες εποχές ότι καλύτερο, βρε δεν παμε να κοιταχτούμε στον καθρέπτη μας λέω εγώ συμπλήρωσε ο κυρ Νίκος ο Λασηθιωτάκης, οι χέρες του οργώνουν αόρατα χωράφια γύρω του.
----Αν εσύ θυμήθηκες τους Κουρήτες, τους πολέμαρχους φρουρούς του μωρού Δία στο σπήλαιο Ψυχρού, εγώ μένω στο θρύλο των Δρουσουλιτών, των εθελοντών Αρβανιτών Ηπειρωτών που έπεσαν για την λευτεριά άδικα στα ριζά του Φραγκοκάστελλου είπε ο κυρ Γιώργης Επιτροπάκης. Έχουμε πέσει όλοι σε αδικοχαμένη μάχη, άντε να σηκωθούμε πάλι από τις στάχτες μας, μένουν τα Μουσεία μας να φανερώνουν την παρακμή μας, μα σάμπως το επισκέφτηκε κανείς; Μύγες βαράμε στη Σητεία και μέχρι ενυδρείο τους έχουμε μέσα.
---Μπορεί να οδηγάμε αφ΄ υψηλού αλλά αν δεν υπολογίσεις ατομική ικανότητα, επάρκεια και σεβασμό στους κανόνες του δρόμου, της κοινωνίας αντίστοιχα δεν επιβιώνεις σε αυτούς τους καρόδρομους και εσείς το ξέρετε καλά, ε τι έχουν δεί τα μάτια σας. Πως θα βγουν υπεύθυνοι πολιτικοί από μισοκακόμοιρους πολίτες; Είναι σαν να οδηγάς χωρίς να λογαριάζεις τους καθρέπτες σου και τα φρένα. Άρχισε να φιλοσοφεί ο κυρ Ανδρέας, είχε σηκωθεί πάλι όρθιος και το βλέμμα του είχε κολλήσει εκεί στο ήρεμο πέλαγος.
--- Ηταν η έμπνευση ήταν η στιγμή ο Σίφακας ο ομορφάντρας κίνησε να σηκωθεί και πέταξε την μαντινάδα του: «Εγώ δεν είμαι πλούσιος μα δεν παραπονούμαι, μόνο τα χρόνια της ζωής που φεύγουνε λυπούμαι»
---Ο σχεδόν αμίλητος καφετζής ο Νίκος ο Λαστριώτης άδραξε αφορμή να μπεί στη κουβέντα: Εγώ ένας φτωχός και περήφανος Βενιζελικός ήμουνα και είμαι, μαθές οι προκομμένοι μας πολλά πάρε δώσε έχουνε με την πλουτοκρατία, νέα τζάκια, νέα κοράκια το χρήμα μαζεύεται σε λίγους και έχουνε σκουπίσει και τα ψίχουλα. Άμα παραπονιέστε εσείς εγώ τι να πώ
----Οτι είναι να το πείς πέστα στη κάλπη, μας κάψανε και οι δυό τους, μας τσουρούφλισε η αλαζονεία τους, άσε που μαζέψανε μέσα τους ότι σκατά και το φτυάρι. Δες τι ανθρώπους έχουνε σήμερα τα κόμματα εξουσίας μέσα τους μεσίτες, σαβουρογάμηδες, αεριτζήδες και πρεζάκια του γυαλιού λέω εγώ, μίλησε ο κυρ Νίκος με την αργή φωνή του.
---- Με φοβίζει το διάφορο, καταλαβαίνω τη κριτική σας μα ας είμαστε λίγο επιεικείς με τους πράσινους στοχαστικά έκρινε ο κυρ Γιώργος ο Επιτροπάκης. Σηκώθηκε να φύγει αμίλητος χωρίς μαντινάδα.
-----«Με την ελπίδα πως μπορεί το αύριο ν’ αλλάξει βρίνει κανείς την δύναμη τσι πόνους να βαστάξει» πέταξε το δικό όρντινο ό Σίφης ο Ανωγειανός και κίνησε να φύγει.
Στη τηλεόραση η φωτιά θέριευε στην Εύβοια, στον Πάρνωνα είχε ξαναφουντώσει, άλλοι πέντε νεκροί, βομβαρδισμός τα μαύρα μαντάτα εδώ στο Πανόραμα. Το σάλιο δείχνει νάχει στερέψει στα χείλια Ο κυρ Ανδρέας και ο κυρ Νίκος έφυγαν μαζί από την πόρτα χώρισαν και κάτι αντάλλαξαν ανάμεσα τους έξω πηγαίνοντας στη μεταφερόμενη μπουλντόζα και το παλιό FORD ο άλλος ξεκίνησαν σε διαφορετικές κατευθύνσεις. Και γω ζαβλακωμένος[3] έβλεπα κολομπίνες και πιερότους μια βενετσιάνικη φιγούρα στο γυαλί της νεκρικής σχεδόν τρομοκρατικής οθόνης να μου τραγουδάει: Ερωτόκριτο.
«Του κύκλου τα γυρίσματα π΄ανεβοκατεβαίνου,
και του τροχού, που ώρες ψηλά κι ώρες στα βάθη πηαίνου
με του καιρού ταλλάγματα, που αναπαημό δεν έχου,
μα στο καλό και στο κακό περιπατούν και τρέχου,
και των αρμάτω οι ταραχές, όχθρητες και τα βάρη,
του Έρωτα οι μπόρεσες και τση φιλιάς η χάρη,
αυτάνα μ’εκινήσασι τη σήμερον ημέρα
ν’ αναθιβάλω και να πώ τα κάμαν και τα φέρα
σ’ μιαν κόρη κι έναν άγγουρο, που μπερδεφτήκα ομάδι
σε μιαν φιλίαν αμάλαγη με δίχως ασχημάδι,
κι όποιο; Του πόθου δούλεψε εισέ καιρόν κιονένα,
ας έρθηνα τ΄αφουκραστή ότ είναι εδώ γραμμένα»
ΔΙΟΝΥΣΟΣ 12-9-2007.
[1] Μιλάς, λέγεις
[2] ακούω, καταλαβαίνω.
[3] Άτονος, αποχαυνωμένος
--- Το χειρότερο είναι η κουζουλάδα που μας δέρνει που τα δίνουμε όλα σε μιά αυτοδυναμία σε ένα κόμμα μια ζαριά του πάρτα όλα, μετά έρχεται αυτό να μας προδώσει τις προσδοκίες και περιμένουμε 4 χρόνια μετά τις εκλογές να βλαστημάμε τον εαυτό μας αυτοί που μαύρη η ώρα νάτανε, ψήφισαν τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα των μεγάλων κομμάτων είπε ο κυρ Ανδρέας.
--- Μα η ψήφο στα μικρά είναι χαμένη δεν θα κυβερνήσουν είπε ο κυρ Γιώργος.
--- Χαμένη ψήφο είναι στα μεγάλα κόμματα, όχι στα μικρά, όταν μοιράζεις τις ψήφους δίνοντας αξία στους μικρούς, σπας την κοροϊδία των δύο μεγάλων κομμάτων τους αναγκάζεις όλους να βάλουν νερό στο κρασί τους είπε ο κυρ Νίκος ο Λασηθιωτάκης. Φαντάσου ένα νομοσχέδιο διπλό-τριπλοψαγμένο απο διάφορες πλευρές, έχει φύγει ο τσαμπουκάς, κλείνουν οι πόρτες της πονηριάς. Ποιος ωφελείται? Ο λαός, που κάποιος πρέπει να τον ακούσει θέλει δεν θέλει και την άλλη μέρα της ψήφου.
----Εσύ κυρ Νίκο θέλεις να γίνουμε Ελβετία με μιάς. Σαράντα κόμματα στην αφετηρία, υποχρεωτικά τα 3 πρώτα στην κυβέρνηση μετά, να σου πω άντε να ονειρευτείς και άμα ξυπνήσεις σφύρα μου, ρε δεν εύρισκα κόρνα για το φορτηγό σ’ όλο το Ρέθεμνο, το χουν μαζέψει τα ζουλάπια, οι χουλιγκάνοι των αυθόρμητων προεκλογικών συγκεντρώσεων!! Ο Σίφακας είχε μιλήσει.
----Δεν γίνονται αυτά εδώ, ξίνισε ο κυρ Γιώργης ο Επιτροπάκης. Βλέπετε αυτό το μηχάνημα που κουβάλησε ο Αμερικανός από το Πρινστον. Αξονική τομογραφία για τον ανασκαφικό χώρο της Σητείας, αυτοί είναι προχωρημένοι, έρχονται βλέπουν τη γη που πατάμε πόντο – πόντο και παίρνουν βέβαια τα καλύτερα κομμάτια.
----Εγώ δεν γίνομαι συνυπεύθυνος στο έγκλημα της αυτοδυναμίας λάλησε ο κυρ Αντρέας, να μην γινόμαστε πρόβατα επί σφαγή να μην είμαστε μοιρολάτρες, εμείς πρέπει να χτίζουμε το τόπο μας και να παίρνουμε ότι καλύτερο.
----Μας ξέκοψαν από τη φύση, μας μάντρωσαν στις πόλεις, έχασαν τα χέρια μας την επιδεξιότητά τους, εξαρτόμαστε από δουλειές των συμβούλων και των λογής εργολάβων εμείς οι Κουρήτες του Αιγαίου, που τρυγούσαμε τέτοιες εποχές ότι καλύτερο, βρε δεν παμε να κοιταχτούμε στον καθρέπτη μας λέω εγώ συμπλήρωσε ο κυρ Νίκος ο Λασηθιωτάκης, οι χέρες του οργώνουν αόρατα χωράφια γύρω του.
----Αν εσύ θυμήθηκες τους Κουρήτες, τους πολέμαρχους φρουρούς του μωρού Δία στο σπήλαιο Ψυχρού, εγώ μένω στο θρύλο των Δρουσουλιτών, των εθελοντών Αρβανιτών Ηπειρωτών που έπεσαν για την λευτεριά άδικα στα ριζά του Φραγκοκάστελλου είπε ο κυρ Γιώργης Επιτροπάκης. Έχουμε πέσει όλοι σε αδικοχαμένη μάχη, άντε να σηκωθούμε πάλι από τις στάχτες μας, μένουν τα Μουσεία μας να φανερώνουν την παρακμή μας, μα σάμπως το επισκέφτηκε κανείς; Μύγες βαράμε στη Σητεία και μέχρι ενυδρείο τους έχουμε μέσα.
---Μπορεί να οδηγάμε αφ΄ υψηλού αλλά αν δεν υπολογίσεις ατομική ικανότητα, επάρκεια και σεβασμό στους κανόνες του δρόμου, της κοινωνίας αντίστοιχα δεν επιβιώνεις σε αυτούς τους καρόδρομους και εσείς το ξέρετε καλά, ε τι έχουν δεί τα μάτια σας. Πως θα βγουν υπεύθυνοι πολιτικοί από μισοκακόμοιρους πολίτες; Είναι σαν να οδηγάς χωρίς να λογαριάζεις τους καθρέπτες σου και τα φρένα. Άρχισε να φιλοσοφεί ο κυρ Ανδρέας, είχε σηκωθεί πάλι όρθιος και το βλέμμα του είχε κολλήσει εκεί στο ήρεμο πέλαγος.
--- Ηταν η έμπνευση ήταν η στιγμή ο Σίφακας ο ομορφάντρας κίνησε να σηκωθεί και πέταξε την μαντινάδα του: «Εγώ δεν είμαι πλούσιος μα δεν παραπονούμαι, μόνο τα χρόνια της ζωής που φεύγουνε λυπούμαι»
---Ο σχεδόν αμίλητος καφετζής ο Νίκος ο Λαστριώτης άδραξε αφορμή να μπεί στη κουβέντα: Εγώ ένας φτωχός και περήφανος Βενιζελικός ήμουνα και είμαι, μαθές οι προκομμένοι μας πολλά πάρε δώσε έχουνε με την πλουτοκρατία, νέα τζάκια, νέα κοράκια το χρήμα μαζεύεται σε λίγους και έχουνε σκουπίσει και τα ψίχουλα. Άμα παραπονιέστε εσείς εγώ τι να πώ
----Οτι είναι να το πείς πέστα στη κάλπη, μας κάψανε και οι δυό τους, μας τσουρούφλισε η αλαζονεία τους, άσε που μαζέψανε μέσα τους ότι σκατά και το φτυάρι. Δες τι ανθρώπους έχουνε σήμερα τα κόμματα εξουσίας μέσα τους μεσίτες, σαβουρογάμηδες, αεριτζήδες και πρεζάκια του γυαλιού λέω εγώ, μίλησε ο κυρ Νίκος με την αργή φωνή του.
---- Με φοβίζει το διάφορο, καταλαβαίνω τη κριτική σας μα ας είμαστε λίγο επιεικείς με τους πράσινους στοχαστικά έκρινε ο κυρ Γιώργος ο Επιτροπάκης. Σηκώθηκε να φύγει αμίλητος χωρίς μαντινάδα.
-----«Με την ελπίδα πως μπορεί το αύριο ν’ αλλάξει βρίνει κανείς την δύναμη τσι πόνους να βαστάξει» πέταξε το δικό όρντινο ό Σίφης ο Ανωγειανός και κίνησε να φύγει.
Στη τηλεόραση η φωτιά θέριευε στην Εύβοια, στον Πάρνωνα είχε ξαναφουντώσει, άλλοι πέντε νεκροί, βομβαρδισμός τα μαύρα μαντάτα εδώ στο Πανόραμα. Το σάλιο δείχνει νάχει στερέψει στα χείλια Ο κυρ Ανδρέας και ο κυρ Νίκος έφυγαν μαζί από την πόρτα χώρισαν και κάτι αντάλλαξαν ανάμεσα τους έξω πηγαίνοντας στη μεταφερόμενη μπουλντόζα και το παλιό FORD ο άλλος ξεκίνησαν σε διαφορετικές κατευθύνσεις. Και γω ζαβλακωμένος[3] έβλεπα κολομπίνες και πιερότους μια βενετσιάνικη φιγούρα στο γυαλί της νεκρικής σχεδόν τρομοκρατικής οθόνης να μου τραγουδάει: Ερωτόκριτο.
«Του κύκλου τα γυρίσματα π΄ανεβοκατεβαίνου,
και του τροχού, που ώρες ψηλά κι ώρες στα βάθη πηαίνου
με του καιρού ταλλάγματα, που αναπαημό δεν έχου,
μα στο καλό και στο κακό περιπατούν και τρέχου,
και των αρμάτω οι ταραχές, όχθρητες και τα βάρη,
του Έρωτα οι μπόρεσες και τση φιλιάς η χάρη,
αυτάνα μ’εκινήσασι τη σήμερον ημέρα
ν’ αναθιβάλω και να πώ τα κάμαν και τα φέρα
σ’ μιαν κόρη κι έναν άγγουρο, που μπερδεφτήκα ομάδι
σε μιαν φιλίαν αμάλαγη με δίχως ασχημάδι,
κι όποιο; Του πόθου δούλεψε εισέ καιρόν κιονένα,
ας έρθηνα τ΄αφουκραστή ότ είναι εδώ γραμμένα»
ΔΙΟΝΥΣΟΣ 12-9-2007.
[1] Μιλάς, λέγεις
[2] ακούω, καταλαβαίνω.
[3] Άτονος, αποχαυνωμένος
0 التعليقات:
إرسال تعليق