20 ΙΟΥΝΙΟΥ 1978
Προχωρημένη βραδινή ώρα άρχισε να κουνάει η Θεσσαλονίκη. « Α, ο σεισμός της βραδιάς» αποφάνθηκε ψύχραιμα και ενώ τα δευτερόλεπτα δονούσαν ατελείωτα «μεγάλος είναι ο αποψινός».!Φωνές, ουρλιαχτά ,κεραμίδια, τούβλα πέφταν κουρνιαχτός και βουητό στο μικρό δρομάκι μας Αγάπης 4. Το διάβασμα της Χημείας έμεινε στη μέση, οι αφίσες χοροπηδούσαν σαν εκκρεμή στο τοίχο, το φοιτητικό μονόφωτο περιστρέφει την αγωνία του και το κούνημα αμείωτο πάνω από 30 δεύτερα «Λες,.. να ήρθε η ώρα μας;». Ψύχραιμα στο καφασωτό της μπαλκονόπορτας του 8ου ορόφου, που να τρέξεις...Ο τρελός χορός δεν έχει τελειωμό.
Τελειώνοντας ο Εγκέλαδος εμείς τα μυρμήγκια της φύσης έπρεπε να δούμε τα έργα μας, τα σμπαράλια της ζωής και της φτιάξης μας. Ξεσκάλωμα της σπιτονοικοκυράς από τα σερβάν του Χολ, τηλέφωνο σπίτι πριν φορτώσουν οι γραμμές για καθησυχασμό, απάγκιασμα της γιαγιάς σπιτονοικοκυράς εκεί που έβρισκε αποκούμπι και παρέα στα δύσκολα, στον προαύλιο χώρο της Αγίας Σοφίας. «Πρόσεχε μην μπεις μέσα ολόκληρα τοιχία έχουν ραΐσει....»
Στην Εγνατία οι πολυκατοικίες κολλητές χόρευαν σαν σε κερκίδες γηπέδου το χορό των μετασεισμών, αμάξια λίγα ακόμα και η δίγραμμη διαχωριστική λωρίδα των πεζών με πολλούς τολμηρούς εραστές, στα πεζοδρόμια βρέχει σοβάδες και τζάμια. Βγήκανε λύκοι μοναχοί στο κυνήγι της ζωής και του θανάτου, ποιός χωράει τέτοιες ώρες σε τέσσερα ντουβάρια;; Φτάνοντας Συντριβάνι και Αγγελάκη είδανε τη ΧΑΝΘ με πεσμένο το αίθριο της, από πίσω χαλάσματα στα παλιά Δικαστήρια και τότε ήλθε σαν φήμη η βουή «έπεσε η πολυκατοικία του Νίκου» Τρέξανε στην στιγμή, είχανε από το δρόμο κάνει τ΄ανταμώματα ήδη τρείς πρωτοετείς. Βρήκανε πολυκατοικία 8 ορόφων απλωμένη 5 ορόφων μπάζα και τη ΔΕΗ να ζητάει με απεγνωσμένες φωνές συγκράτημα μέχρι να κόψουν το ρεύμα. Είχανε μαζευτεί αυθόρμητα, πάνω από 200 φοιτητές αρωγοί. Που να ξέρανε τότε ότι γράφανε την προϊστορία της ανύπαρκτης τότε ΕΜΑΚ. Ακούγαμε κραυγές βοηθείας από τους ενοίκους των πάνω διαμερισμάτων, βλέπανε ανάκατα στις τσιμεντόπλακες και τα δοκάρια, ρούχα, τουβλα, τηλέφωνα, λεκάνες, ξύλα από έπιπλα και ντουλάπες και σκόνη ω, θεέ μου τι σκόνη έχει καθίσει παντού. Φώτα κομμένα και βουρ πάνω στα τσακίδια να βγάλουνε ανθρώπους. Γρήγορα καταλάβανε ότι ο καλύτερος σύμμαχος αυτής της δουλειάς είναι η ησυχία. «Είναι κανείς εδώ».....Κρατικός μηχανισμός ένα περιπολικό αστυνομίας και ένα όχημα της πυροσβεστικής, τους οργάνωσαν με γρήγορα κοφτά παραγγέλματα και τους ακολουθούσαμε πειθήνια. Ο «δικός μου» πυροσβέστης ήταν προνομιούχος είχε φακό στο σκοτάδι, είχε και την “τρέλα” μέσα του. Οταν του έδειξα μια γιαγιά θαμμένη ως το λαιμό στα μπάζα που φώναζε για ... το σπασμένο της πόδι χάθηκε κάτω από την αιωρούμενη πλάκα και με γρήγορες κινήσεις απελευθέρωνε τούβλα από το κορμί της. Με θυμάμαι και γελάω με ένα χέρι στο άνοιγμα να βαστάω την τσιμεντόπλακα και με το άλλο με το φακό του, μου τον είχε εμπιστευτεί, να του φέγγω του τρελάρα για να την τραβήξει πάνω πριν της φύγει η ψυχή από τη φωνή της. Άλλοι βρήκαν φορείο κατάλληλο τα ξύλινα κουφώματα, άλλοι παραδίπλα μαρσάρουν ένα παπάκι να έχουν φως, για να ξεθάψουν άλλον ζωντανό. Παναγιά μου κάνε εδώ που πατάμε να μην άλλος από κάτω. Πιό πέρα ζόρισαν τα πράγματα, βρήκαμε μισοπεθαμένη ανάμεσα σε δυο δοκάρια ακίνητο και ζουμπισμένο το κεφάλι της αδελφής της γιαγιά μας με το σπασμένο πόδι. Χρειάζονται κομπρεσέρ. Ακούς ήδη δουλεύουν από την άλλη πλευρά έχουν λέει εγκλωβιστεί άνθρωποι εκεί που πρέπει να ήταν η είσοδος, το κομπρεσέρ δουλεύει να σπάσει πλάκες ναβγεί ανάσα από κει μέσα, νοιώθουμε ότι παλεύουμε με το χρόνο και δεν καταλαβαίνει κανείς πως έφτασε 3 η ώρα πρωινή. Κολλημένος ιδρώτας σκόνη και το θράσος της νιότης μας όλα μια σάρκα ζεστή καυτή. Ήταν η ώρα που ήρθαν οι φαντάροι από το 3ο Σώμα Στρατού και διέταξαν κοφτά «Ολοι οι πολίτες κάτω». Είχαμε βγάλει ώς τότε 8 ανθρώπους μερικούς αρκετά και άλλους ανεπανόρθωτα ταλαιπωρημένους, τους πιο πολλούς ζωντανούς. Η τρύπα της εισόδου έκρυβε τους πολλούς απόντες θύματα από εκείνο το σεισμό , σύνολο 45 αν θυμάμαι καλά. Η γλύκα από τα μανδηλάκια-γλυκα του Νίκου απεδείχθη πικρή πολύ πικρή για τα ρυμοτομικά και πολεοδομικά μας κατορθώματα. Ακόμα χτίζουμε πόλεις παγίδες και σπίτια κλουβιά της ματαιοδοξίας μας,.
16-6-06
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Προχωρημένη βραδινή ώρα άρχισε να κουνάει η Θεσσαλονίκη. « Α, ο σεισμός της βραδιάς» αποφάνθηκε ψύχραιμα και ενώ τα δευτερόλεπτα δονούσαν ατελείωτα «μεγάλος είναι ο αποψινός».!Φωνές, ουρλιαχτά ,κεραμίδια, τούβλα πέφταν κουρνιαχτός και βουητό στο μικρό δρομάκι μας Αγάπης 4. Το διάβασμα της Χημείας έμεινε στη μέση, οι αφίσες χοροπηδούσαν σαν εκκρεμή στο τοίχο, το φοιτητικό μονόφωτο περιστρέφει την αγωνία του και το κούνημα αμείωτο πάνω από 30 δεύτερα «Λες,.. να ήρθε η ώρα μας;». Ψύχραιμα στο καφασωτό της μπαλκονόπορτας του 8ου ορόφου, που να τρέξεις...Ο τρελός χορός δεν έχει τελειωμό.
Τελειώνοντας ο Εγκέλαδος εμείς τα μυρμήγκια της φύσης έπρεπε να δούμε τα έργα μας, τα σμπαράλια της ζωής και της φτιάξης μας. Ξεσκάλωμα της σπιτονοικοκυράς από τα σερβάν του Χολ, τηλέφωνο σπίτι πριν φορτώσουν οι γραμμές για καθησυχασμό, απάγκιασμα της γιαγιάς σπιτονοικοκυράς εκεί που έβρισκε αποκούμπι και παρέα στα δύσκολα, στον προαύλιο χώρο της Αγίας Σοφίας. «Πρόσεχε μην μπεις μέσα ολόκληρα τοιχία έχουν ραΐσει....»
Στην Εγνατία οι πολυκατοικίες κολλητές χόρευαν σαν σε κερκίδες γηπέδου το χορό των μετασεισμών, αμάξια λίγα ακόμα και η δίγραμμη διαχωριστική λωρίδα των πεζών με πολλούς τολμηρούς εραστές, στα πεζοδρόμια βρέχει σοβάδες και τζάμια. Βγήκανε λύκοι μοναχοί στο κυνήγι της ζωής και του θανάτου, ποιός χωράει τέτοιες ώρες σε τέσσερα ντουβάρια;; Φτάνοντας Συντριβάνι και Αγγελάκη είδανε τη ΧΑΝΘ με πεσμένο το αίθριο της, από πίσω χαλάσματα στα παλιά Δικαστήρια και τότε ήλθε σαν φήμη η βουή «έπεσε η πολυκατοικία του Νίκου» Τρέξανε στην στιγμή, είχανε από το δρόμο κάνει τ΄ανταμώματα ήδη τρείς πρωτοετείς. Βρήκανε πολυκατοικία 8 ορόφων απλωμένη 5 ορόφων μπάζα και τη ΔΕΗ να ζητάει με απεγνωσμένες φωνές συγκράτημα μέχρι να κόψουν το ρεύμα. Είχανε μαζευτεί αυθόρμητα, πάνω από 200 φοιτητές αρωγοί. Που να ξέρανε τότε ότι γράφανε την προϊστορία της ανύπαρκτης τότε ΕΜΑΚ. Ακούγαμε κραυγές βοηθείας από τους ενοίκους των πάνω διαμερισμάτων, βλέπανε ανάκατα στις τσιμεντόπλακες και τα δοκάρια, ρούχα, τουβλα, τηλέφωνα, λεκάνες, ξύλα από έπιπλα και ντουλάπες και σκόνη ω, θεέ μου τι σκόνη έχει καθίσει παντού. Φώτα κομμένα και βουρ πάνω στα τσακίδια να βγάλουνε ανθρώπους. Γρήγορα καταλάβανε ότι ο καλύτερος σύμμαχος αυτής της δουλειάς είναι η ησυχία. «Είναι κανείς εδώ».....Κρατικός μηχανισμός ένα περιπολικό αστυνομίας και ένα όχημα της πυροσβεστικής, τους οργάνωσαν με γρήγορα κοφτά παραγγέλματα και τους ακολουθούσαμε πειθήνια. Ο «δικός μου» πυροσβέστης ήταν προνομιούχος είχε φακό στο σκοτάδι, είχε και την “τρέλα” μέσα του. Οταν του έδειξα μια γιαγιά θαμμένη ως το λαιμό στα μπάζα που φώναζε για ... το σπασμένο της πόδι χάθηκε κάτω από την αιωρούμενη πλάκα και με γρήγορες κινήσεις απελευθέρωνε τούβλα από το κορμί της. Με θυμάμαι και γελάω με ένα χέρι στο άνοιγμα να βαστάω την τσιμεντόπλακα και με το άλλο με το φακό του, μου τον είχε εμπιστευτεί, να του φέγγω του τρελάρα για να την τραβήξει πάνω πριν της φύγει η ψυχή από τη φωνή της. Άλλοι βρήκαν φορείο κατάλληλο τα ξύλινα κουφώματα, άλλοι παραδίπλα μαρσάρουν ένα παπάκι να έχουν φως, για να ξεθάψουν άλλον ζωντανό. Παναγιά μου κάνε εδώ που πατάμε να μην άλλος από κάτω. Πιό πέρα ζόρισαν τα πράγματα, βρήκαμε μισοπεθαμένη ανάμεσα σε δυο δοκάρια ακίνητο και ζουμπισμένο το κεφάλι της αδελφής της γιαγιά μας με το σπασμένο πόδι. Χρειάζονται κομπρεσέρ. Ακούς ήδη δουλεύουν από την άλλη πλευρά έχουν λέει εγκλωβιστεί άνθρωποι εκεί που πρέπει να ήταν η είσοδος, το κομπρεσέρ δουλεύει να σπάσει πλάκες ναβγεί ανάσα από κει μέσα, νοιώθουμε ότι παλεύουμε με το χρόνο και δεν καταλαβαίνει κανείς πως έφτασε 3 η ώρα πρωινή. Κολλημένος ιδρώτας σκόνη και το θράσος της νιότης μας όλα μια σάρκα ζεστή καυτή. Ήταν η ώρα που ήρθαν οι φαντάροι από το 3ο Σώμα Στρατού και διέταξαν κοφτά «Ολοι οι πολίτες κάτω». Είχαμε βγάλει ώς τότε 8 ανθρώπους μερικούς αρκετά και άλλους ανεπανόρθωτα ταλαιπωρημένους, τους πιο πολλούς ζωντανούς. Η τρύπα της εισόδου έκρυβε τους πολλούς απόντες θύματα από εκείνο το σεισμό , σύνολο 45 αν θυμάμαι καλά. Η γλύκα από τα μανδηλάκια-γλυκα του Νίκου απεδείχθη πικρή πολύ πικρή για τα ρυμοτομικά και πολεοδομικά μας κατορθώματα. Ακόμα χτίζουμε πόλεις παγίδες και σπίτια κλουβιά της ματαιοδοξίας μας,.
16-6-06
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
0 التعليقات:
إرسال تعليق